Δέκα ερωτήσεις για τη συγγραφέα Δέσποινα Ποτούρη και το βιβλίο της “Το ψαλίδι“.
1. Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς.
Κατάγομαι από ένα χωριό της Δράμας, αλλά οι γονείς μου με έφεραν στη Θεσσαλονίκη όταν ήμουν εννέα μηνών. Είμαι Σαλονικιά και αγαπώ την πόλη μου. Στο χωριό πήγαινα τα καλοκαίρια για δύο μήνες διακοπές. Εκεί ζούσα μια άλλη ζωή. Παραμυθένια! Η γιαγιά δεν με χάλαγε ποτέ χατήρι! Αλλά και με τον παππού ετοιμάζαμε τις τροφές για τις αγελάδες, παρέα με το γαϊδουράκο, τις κοτούλες και τις ραχάτικες γάτες απλωμένες στα μιντέρια. Χόρτασα γάλα που έβλεπα πώς το άρμεγε η γιαγιά από την αγελάδα, πώς το έκανε γιαούρτι και βούτυρο. Ζούσα την καλοκαιρινή διαδικασία της παραγωγής του καπνού και μετείχα στα εύκολα… Θυμάμαι μια φορά που δεν υπήρχε κανείς άλλος στο σπίτι να με κρατήσει, με βάλανε στο κοφίνι κοιμισμένη πάνω στο γαϊδουράκι και με πήρανε στο χωράφι νυχτιάτικα για το «σπάσιμο»(μάζεμα) των φύλλων του καπνού.
Στη Θεσσαλονίκη τελείωσα τη μέση εκπαίδευση στο εξατάξιο Γυμνάσιο Τούμπας και μετά από διάφορες δουλειές διορίστηκα διοικητική υπάλληλος στο Α.Π.Θ., από όπου και συνταξιοδοτήθηκα. Διάβαζα πολύ λογοτεχνία όταν ήμουν πιο νέα και πήγαινα κινηματογράφο 7 ημέρες την εβδομάδα. Από παιδί το όνειρό μου ήταν να γίνω σκηνοθέτης, αλλά αποδείχτηκε δύσκολο όνειρο. Όμως ήμουν σίγουρη ότι κάποτε θα γράψω κάτι, χρονογράφημα, διήγημα ή μυθιστόρημα, και είμαι χαρούμενη που το κατάφερα.
Συμμετείχα πάντοτε στις κοινωνικές συλλογικότητες της πόλης, στην πολιτική, στο εργατικό κίνημα, στην τοπική αυτοδιοίκηση και στο πολιτιστικό της κίνημα.
Αγαπώ πολύ το Αργεντίνικο Τάνγκο, κι όταν συναντήθηκα μ’ αυτό το 1999, του αφιερώθηκα ολόψυχα για πολλά χρόνια. Διάβασα γι’ αυτό και με επηρέασε η κουλτούρα του. Το χόρεψα σαν κοινωνικός χορευτής, έπαιξα σαν DJ τη μουσική του, το δίδαξα εθελοντικά και επαγγελματικά και διοργάνωσα επιτυχημένες μιλόνγκες του (βραδιές χορού).
Τα βιώματα, οι εμπειρίες μου και η πολιτική μου συνείδηση αποτελούν υλικό για τις λογοτεχνικές αφηγήσεις μου.
Ευχαριστώ πολύ την κα Μαρία Παναγιωτακοπούλου και τις εκδόσεις Ηδύφωνο που εμπιστεύτηκαν το έργο μου.
2. Συστήστε μας το βιβλίο σας «Το ψαλίδι».
Στο «ψαλίδι», η νεότερη ελληνική ιστορία, μετά την καταστροφή του 22 περνάει – σε δεύτερο πλάνο και χωρίς έμφαση –μέσα από τις ζωές των ανθρώπων στη λαμαρινογειτονιά, που είναι χτισμένη σ’ ένα από τα ρέματα της πόλης. Παρακολουθούμε τη ζωή του Γιωργάκη και της Παναγιώτας, που κατέβηκαν από το χωριό τους στις αρχές του 1958 με τρεις μπόγους ρούχα και δύο μωρά στη μεγάλη πόλη, χωρίς λεφτά και χωρίς δουλειά. Επειδή στο μυθιστόρημα ο χρόνος είναι μια ευθεία, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τη ζωή των προγόνων τους που ήρθαν το ’22 και εγκαταστάθηκαν σ’ ένα χωριό της Δράμας. Παρακολουθούμε τη ζωή των δύο οικογενειών τους στο χωριό και τις περιπέτειες του Γιωργάκη στη Βιέννη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, ο οποίος καταλήγει στο Μαουτχάουζεν στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά την τελευταία στιγμή σώζεται από βέβαιο θάνατο. Μετά τον πόλεμο περιγράφεται η τραγική κατάσταση της χώρας της υπαίθρου όπου τα γεγονότα εξελίσσονται σαν ένα γουέστερν αμερικάνικου τύπου, αλλά και του δυναμικού ειδυλλίου των δύο νέων. Όταν το ζευγάρι καταλήγει στην παραγκογειτονιά, όπου οι δυσκολίες περισσεύουν, ενώνονται σα σε οικογένεια με τους γείτονες για να επιβιώσουν όλοι μαζί. Όμως εκεί, δίπλα- δίπλα μπλέκονται η αθωότητα με το έγκλημα. Η φτώχεια, η άγνοια, η έλλειψη εκπαίδευσης και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούν τους ανθρώπους σε μονοπάτια που ούτε κι οι ίδιοι φαντάζονταν για τους εαυτούς τους.
Το μυθιστόρημα ξεκινάει με γλυκές οικογενειακές μνήμες και τρυφερή γλώσσα, αλλά σύντομα οι καταστάσεις αγριεύουν! Η γλώσσα όταν περιγράφονται κοινωνικές σχέσεις φτάνει να γίνεται σκληρή και χυδαία. Παρ’ όλα αυτά η γλώσσα είναι αληθινή και αυτή που μιλάει ο λαός στην καθημερινότητά του. Αυτή τη γλώσσα αποφεύγουμε να τη χρησιμοποιούμε στον δημόσιο και τον γραπτό λόγο μας επειδή σοκάρει. Επειδή δηλώνει κάτι που η κοινωνία θέλει να αρνηθεί. Επειδή οι θεσμοί της πολιτικής, της θρησκείας, της εκπαίδευσης, της οικονομίας, της δικαιοσύνης αλλά και της υγείας προσποιούνται ότι δεν υπάρχει. Όμως αυτή είναι η αληθινή μας γλώσσα!
3. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσετε να γράφετε το βιβλίο σας;
Ήθελα να γράψω για αυτά που μου διηγούνταν ο πατέρας μου. Να μη χαθούν ούτε τα γεγονότα, ούτε οι άνθρωποι. Με το βιβλίο θα υπήρχε απόδειξη ότι αυτοί έζησαν. Έτσι σε ότι αφορά τον Γιωργάκη και την Παναγιώτα είναι πραγματικότητα, βεβαίως δραματοποιημένη. Πέρα για πέρα αληθινή είναι η μνήμη μου από το Πρεβαντόριο. ‘Όμως όπως συμβαίνει με τα μυθιστορήματα αρχίζουν και εμφανίζονται από το πουθενά φανταστικά πρόσωπα, καινούργιοι ήρωες, εγκλήματα και πλοκή που τρέχει σαν από μόνη της. Πέρα για πέρα αληθινή είναι η μνήμη μου από το Πρεβαντόριο. Από ένα σημείο και μετά, όταν εγκαθίστανται στην παραγκογειτονιά, το βιβλίο γίνεται καθαρή μυθοπλασία η οποία όμως βασίζεται σε ψιθύρους και σε φήμες που κυκλοφορούσαν στην ευρύτερη συνοικία. Σ’ αυτήν την πορεία αντιλήφθηκα ότι ουσιαστικά έγραφα για τη βία.
Τη βία που έχουμε μέσα μας από τις αυτόματες και ανεξέλεγκτες φυσικές λειτουργίες μας. Είναι επίσης αυτή που την έχουμε εισπράξει από τα πρώτα μας χρόνια, αλλά κι αυτή που έχουμε ασκήσει πάνω στους άλλους. Είναι κυρίως η βία με την οποία έχουμε δομήσει τις κοινωνίες μας, από την οικογένεια, τους θεσμούς αλλά και τις «συνεκτικές» δομές των κοινωνιών μας. Η βία που είναι συνυφασμένη με την καθημερινότητά μας και που δεν τη «βλέπουμε» επειδή είναι «φυσική» λειτουργία. Κυρίως όμως ασχολείται με τη βία της «αγάπης»!
Η βία που δεν είναι κάτι εξαιρετικό, κάτι που δεν χωράει στις αγαθές καρδιές καθώς πρέπει ανθρώπων, κάτι που οι εκφωνητές της τηλεόρασης παρουσιάζουν με φρίκη και συνοδεύουν με πομπώδη τρομακτική ή και μεγαλειώδη πολλές φορές μουσική υπόκρουση!!! Η βία δεν είναι αυτή η ξεκάθαρη, εξόφθαλμη, και απίστευτα θηριώδης πράξη που παρουσιάζεται στις ταινίες και στα σήριαλ.
Βία είναι η φτώχεια. Βία είναι ο παράλογος πλούτος! Βία είναι η αδικία! Βία είναι οι πόλεμοι. Βία καταλήγει να γίνει και η «αγάπη»!
Βία είναι ό,τι η οικογένεια και η κοινωνία κρύβει κάτω από το χαλί.
4. Για ποιον λόγο να διαβάσουν οι αναγνώστες το βιβλίο σας;
Αυτοί που το διάβασαν είπαν ότι δεν ήθελαν να το αφήσουν από τα χέρια τους επειδή τους συνεπήρε η γρήγορη δράση, το μυστήριο, οι αλήθειες που λέγονταν και σίγουρα επειδή ήθελαν να ανακαλύψουν τα σχετικά με το έγκλημα. Κάποιοι θα ταυτιστούν με τους ήρωες επειδή έχουν περάσει ανάλογες δυσκολίες ή και επειδή έχουν ζήσει σε παρόμοιες γειτονιές. Κάποιοι άλλοι θα ανακαλύψουν κόσμους που δεν είχαν ποτέ φανταστεί ούτε πλησιάσει. Για τους πολύ νέους είναι μια ευκαιρία να ψάξουν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής που αναφέρονται τελείως επιδερμικά κατά τη διάρκεια της ζωής των ηρώων.
5. Σε ποιους απευθύνεται;
Σε όλους, ανεξαρτήτως ηλικίας. Θα το απολαύσει ο καθένας για τους δικούς του λόγους.
6. Στο βιβλίο σας συναντάμε πολλά στοιχεία, ιδιαίτερα γλωσσικά, του Πόντου, λόγω της καταγωγής σας. Πόσο έχει επηρεάσει αυτό γενικότερα τη γραφή σας, αλλά και την έμπνευσή σας;
Το θεωρώ αυτονόητο να με έχει επηρεάσει η ποντιακή καταγωγή μου αν σκεφτώ ότι τα πρώτα τρυφερά λόγια αγάπης τα άκουσα στην ποντιακή γλώσσα από τη μάνα μου και τη γιαγιά μου. Με τα «λελεύω την ψύς, πουλόπο μ’», «τζιέριμ», «γουρπάν να ίνομαι» με κανάκευαν. Μεγαλώνοντας, τα άκουγα μέσα στο σπίτι, επειδή και ο πατέρας μου τα μιλούσε φαρσί. Παρόλο που ήταν Προυσσαλης ζούσε σε χωριό Ποντίων και τα ήξερε. Έτσι τα έμαθα κι εγώ, ακούγοντάς τα.
Είναι επίσης αυτονόητο για μένα να έχουν επηρεάσει το γράψιμο και την έμπνευσή μου η γλώσσα και τα ήθη τους καθώς οι καταγραφές στον εγκέφαλό μου έγιναν από τη βρεφική μου ηλικία και οι δρόμοι που ανοίχτηκαν εκεί, λειτουργούν αυτόματα. Όμως εξίσου με την ποντιακή μου ρίζα επέδρασε πάνω μου και η μικρασιάτικη καταγωγή του πατέρα μου, ο οποίος με δίδαξε και μου μετέφερε τα ήθη και τις παραδόσεις της πατρίδας τους, της Προύσσας.
7. Ποιος/Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες ή ξένοι συγγραφείς; Έχουν επηρεάσει το έργο σας;
Λογοτεχνία άρχισα να διαβάζω και να καταλαβαίνω τα νοήματά της τελειώνοντας το Δημοτικό σχολείο. Θυμάμαι τον πρώτο χρόνο που πήγαινα στο ΣΤ’ Γυμνάσιο, το οποίο στεγάζονταν σ ένα περίπτερο μέσα στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Επειδή ήμουν φιλάσθενο παιδί και λόγω οικογενειακών περιπετειών τον περισσότερο καιρό δεν παρακολουθούσα τα μαθήματα στο Δημοτικό. Έτσι είχα πολλές ελλείψεις στο Γυμνάσιο, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να παρακολουθήσω τις γραμματικές, τα αρχαία και τα μαθηματικά. Σε αυτά λοιπόν τα μαθήματα ζητούσα άδεια για να πάω ‘’ προς νερού μου’’ και καθόμουν έξω και διάβαζα λογοτεχνικά βιβλία που δανειζόμουν από τη βιβλιοθήκη της ΧΑΝΘ, απέναντι. Το πρώτο μου βιβλίο ήταν του Cronin «Τα κλειδιά της Βασιλείας», και τότε κατάλαβα γιατί η κατηχήτρια στο κατηχητικό δεν με είχε καθόλου σε εκτίμηση. Είχα ενοχλητικές απορίες για τη Χριστιανική πίστη και τον Θεό, ολόιδιες μ’ αυτές που έθετε ο Cronin σ’ αυτό το βιβλίο του. Δεν υπάκουα στο δόγμα: «πίστευε και μη ερεύνα». Μετά ήρθε ο Λουντέμης, ο Μαγκλή, ο Καζαντζάκης, ο Εριχ Μαρία Ρεμάρκ με το «Ουδεν νεότερο από το Δυτικό Μέτωπο» και κατόπιν όλοι οι σημαντικοί Ρώσοι συγγραφείς. Μετά ήρθε η Σιμόν ντε Μπωβουάρ και πιο πρόσφατα η Τόνι Μόρισον με τα «The bluest eyes” “Beloved” και “Paradise”. Αυτοί όμως που πιστεύω ότι επηρέασαν τον τρόπο γραφής μου ήταν ο Παύλος Μάτεσης με τη «Μητέρα του σκύλου», και ο Δημήτρης Χατζής που το διήγημά του «Ο Αη Γιώργης» ήταν μια συνειδησιακή αποκάλυψη για μένα: Η μειονεξία που βιώνει το περιθώριο χωρίς να το καταλαβαίνει, και που μακαρίως πιστεύει ότι έτσι είναι φυσικό να συμβαίνουν τα πράγματα και ευγνωμονεί την τύχη του. Που όμως όταν του αποκαλυφθεί η αλήθεια μπροστά του τότε τίποτε δεν είναι πια το ίδιο στη ζωή του.
Αυτοί κι άλλοι πολλοί συγγραφείς με βοήθησαν να κατανοήσω τα συναισθήματά μου και να συνειδητοποιήσω την ταξική μου θέση. Ευτυχώς που τους συνάντησα και δεν με άφησαν στην πλάνη μιας ψεύτικης ανθρώπινης κοινωνίας, αυτής της «όμορφης και ηθικά πλασμένης»!
8. Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο;
«Η μάνα του σκύλου» του Παύλου Μάτεση που πιστεύω ότι ήταν η κορυφαία στιγμή της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας. Το βιβλίο το ζήλεψα και ήθελα να το είχα γράψει εγώ! Στην ξένη βιβλιογραφία το “Paradise” της Τόνι Μόρισον.
9. Ποια είναι κατα τη γνώμη σας η θέση του βιβλίου στην εποχή μας;
Ζούμε σε εποχές με πολύ μεγάλες αλλαγές. Η απίστευτη ανάπτυξη της τεχνολογίας και τα ηλεκτρονικά μέσα αντί να διευκολύνουν τη ζωή μας και να αφήσουν περισσότερο ελεύθερο χώρο στους εργαζόμενους για χαλάρωμα και διάβασμα έκαναν την ζωή μας πιο περίπλοκη, πιο δύσκολη, με μηδενικό ελεύθερο χρόνο. Δυσκολεύομαι να φανταστώ το μέλλον των βιβλίων στη σημερινή τους μορφή σε χαρτί. Όσον αφορά στο λογοτεχνικό βιβλίο, οι νέοι στην πλειοψηφίας τους προσπαθώντας να επιβιώσουν σε πολύ ζορισμένες οικονομικά συνθήκες διαβάζουν μικρά κειμενάκια στο κινητό τους, μπονσάι διηγήματα και στην καλύτερη περίπτωση ακούν στα ακουστικά τους βιβλία που διαβάζουν ηθοποιοί. Οι συνταξιούχοι, αυτούς που τους επιτρέπουν τα μάτια τους, μπορούν και διαβάζουν, όπως επίσης και η μεσαία ηλικία. Οι περισσότεροι που αγαπούν το βιβλίο, βρίσκουν χρόνο να διαβάζουν στις διακοπές τους. Πιστεύω ότι βιβλία θα γράφονται και θα διαβάζονται πάντα, σ’ όποια τους μελλοντική μορφή, επειδή ακόμη και μέσα από τη μυθοπλασία μαθαίνουμε αλήθειες από τις εμπειρίες των συγγραφέων όπως επίσης μαθαίνουμε την ανθρώπινη ιστορία μας.
10. Σκέφτεστε να γράψετε κι άλλο βιβλίο στο μέλλον;
«Ζωή να έχουμε, και θα γίνει κι αυτό», έλεγε ο αγαπημένος μου πατερούλης. Δουλεύω το δεύτερο βιβλίο μου ήδη, το οποίο έχω προς το παρόν αφήσει στην άκρη, γι’ αυτό το διάστημα που παρουσιάζεται «το Ψαλίδι».