1. Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ηδύφωνο το τρίτο σου βιβλίο. Πες μας λίγα λόγια για τον «Μπαρούχ».
Είναι ένα βιβλίο που συγκεντρώνει σκέψεις μου πολλών ετών. Προσπάθησα να αποδώσω όσο καλύτερα μπορούσα μια φιλοσοφική οδό που έχει άμεσο κοινωνικό αποτύπωμα. Πιστεύω ότι υπάρχει μια πληθώρα ταυτόχρονων ταχυτήτων αναφορικά με την ενσωμάτωση πανανθρώπινων αξιών στις μετανεωτερικές κοινωνίες, που ποικίλουν από την απόλυτη παραδοσιοκρατία έως και την μετα-ηθική θεώρηση των πραγμάτων. Κάπου ανάμεσα βρισκόμαστε και εμείς ως υποκείμενα, προσπαθώντας να αφομοιώσουμε θεσμικές μεταρρυθμίσεις που έχουν θετικό πρόσημο και ταυτόχρονα να διατηρήσουμε ταυτότητες κληροδοτημένες με ασυνείδητο τρόπο τις περισσότερες φορές. Η κατάτμηση της πραγματικότητας και η αναλυτική μας διάθεση είναι επιρρεπής σε εργαλειακές αφηγήσεις περί του «αληθινού» και σκοπός μου ήταν να περιγράψω μια κατάσταση ανθρώπου που απορρίπτει τους ρόλους και υπαρξιακά διευρύνει συνειδητά την ουσία του ώστε άνθρωπος και κόσμος τελικώς να ταυτιστούν.
Ήθελα να βρει ο αναγνώστης την σύνδεση με τον Μπαρούχ μέσα του και ύστερα να καταλάβει πως και η σύνδεση με το περιβάλλον του Μπαρούχ είναι επίσης μέσα του. Όχι μέσα από μια «new age» οπτική αλλά με την παραδοχή ότι δομή και δράση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Σε μια ολιστική θεώρηση της ζωής, η φύση όπως και η κοινωνία και το άτομο είναι εκφάνσεις ενός συστήματος που παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως έλλογο και ως αυτόματο, ανάλογα με το επίπεδο της αναστοχαστικότητας που παρουσιάζει το κάθε τμήμα που εξετάζουμε. Δηλαδή, παρόλο που υπάρχει ο Μπαρούχ, η πραγματικότητα είναι αυτή που μένει αν η ταυτότητα ελαχιστοποιηθεί.
2. Υπάρχει κάποιος λόγος πίσω από την επιλογή του ονόματος του βασικού χαρακτήρα του βιβλίου σου;
Μπαρούχ λέγεται ο αγαπημένος μου φιλόσοφος, ο Σπινόζα. Η πανθεϊστική οπτική του με βρίσκει απόλυτα γοητευμένο. Για μένα αποτελεί πραγματικά έναν απόστολο του Λόγου, και η ζωή του με εμπνέει μέσα από την αυταπάρνηση που έδειξε. Διάλεξε να ζήσει -όπως και ο ήρωας στο βιβλίο- ως κατασκευαστής φακών και απέρριψε διευκολύνσεις στη ζωή του οι οποίες ζητούσαν ως αντίτιμο το να ενταχθεί σε κάποιο διανοητικά κομφορμιστικό κοινωνικό ρεύμα. Η κοινότητα του τον απέβαλε θεωρώντας τον άθεο και πέθανε νωρίς λόγω της εργασίας του η οποία έπληξε καίρια την υγεία του. Είναι ένα σύμβολο ειλικρίνειας και πνευματικής καθαρότητας.
3. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσεις να γράφεις το συγκεκριμένο βιβλίο;
Υπάρχει ένα ανέκδοτο που περιγράφει ένα παιδί που λέει στη μητέρα του πως όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει μουσικός. Η μητέρα απαντά «δεν μπορείς να τα κάνεις και τα δύο».
Μου πήρε λίγο καιρό, αλλά τελικά στα σαράντα μου πλέον, νιώθω πως κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Όταν είσαι νέος και θέλεις να αλλάξεις τον κόσμο, το πιθανότερο είναι να πιστεύεις σε μια κατασκευασμένη και ρομαντική όψη της δύναμης της θέλησης. Μεγαλώνοντας συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο ότι δεν μπορεί μόνη της η μουσική να αλλάξει τον κόσμο. Έγινα συνθέτης για να βοηθήσω μέσα από την τέχνη. Βλέπω όμως ότι δεν αρκεί. Αντί να παραμένω περιορισμένος στα μέσα που έχω εξασκήσει για μια τριακονταετία αποφάσισα να προσπαθήσω να πω αυτά που θέλω πιο άμεσα, μέσα από τον γραπτό λόγο και μια αφηγηματική φόρμα που προσπαθεί να συνδυάσει το διαχρονικό και το επίκαιρο. Διάλεξα να εκφραστώ έτσι τώρα, που ζούμε καταστάσεις έντονες. Η πανδημία, οι ανισότητες, οι διαχωρισμοί είναι καθημερινότητα και ήθελα να μιλήσω για αυτά. Η φίμωση για να ξεπεραστεί ίσως απαιτεί από εμάς να αφήσουμε τα γνώριμα και να ρισκάρουμε.
4. Για ποιο λόγο να διαβάσουν οι αναγνώστες τον «Μπαρούχ»;
Πιστεύω ότι θα ταυτιστούν αρκετά. Νομίζω ότι ο Μπαρούχ είναι μια προσωπικότητα που αντιπροσωπεύει τον «παρατηρητή» που έχουμε μέσα μας και μιλάει για μια κατάσταση επίγνωσης που είτε κατανοούμε ότι κατέχουμε είτε βολικά την μεταθέτουμε για αργότερα. Η σύμπτυξη του χρόνου στο βιβλίο, ευελπιστώ να εκληφθεί ως αντιπροσωπευτική της αίσθησης του επείγοντος που ήθελα να περάσω και να υπενθυμίσει στον αναγνώστη το πόσο πολύ καλά αισθάνεται όταν κάποιες στιγμές μέσα στη μέρα του γίνεται ο Μπαρούχ.
5. Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σου;
Στους ανθρώπους που έχουν ή ελπίζουν να αποκτήσουν μια καλή σχέση με τον εαυτό τους. Απαιτεί μια ανοικτότητα αλλιώς θα τους φανεί απλώς περίεργο. Υπάρχει έντονος συμβολισμός και τη φόρμα του, που την επεξεργάστηκα με αλγοριθμική διάθεση – όπως συνηθίζω να κάνω και στις συνθέσεις μου-, κρύβει εσωτερικούς ρυθμούς και φρακταλικές κατασκευές που αποσκοπούν σε μια πλήρη βύθιση στο νόημά του. Οι μουσικόφιλοι μπορεί να ευχαριστηθούν επιπλέον τις υποδείξεις σχετικά με τα κομμάτια που προτείνω να συσχετίσουν με τα κεφάλαια.
6. Έως τώρα τα βιβλία σου είχαν κυρίως εκπαιδευτικό και ερευνητικό χαρακτήρα γύρω από τη μουσική. Τι είναι αυτό που σε έκανε αυτή τη φορά να στραφείς προς τη λογοτεχνία;
Η αλήθεια είναι πως οι προηγούμενες μου λογοτεχνικές απόπειρες ήταν μικρότερου μεγέθους. Είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα αλλά έχουν προηγηθεί πολλά διηγήματα που κατά καλή μου τύχη διακρίθηκαν και εκδόθηκαν σε συλλογικούς τόμους. Μέσα από το διήγημα ένιωσα ότι θα μπορούσα να ασχοληθώ με μια μεγαλύτερη φόρμα. Είναι βεβαίως μικρό βιβλίο. Το ένιωσα ως ένα μεγαλύτερο διήγημα. Ο Μπαρούχ είχε να διηγηθεί πολλά και έπρεπε να του δώσω τον χώρο του.
7. Στον «Μπαρούχ», προτρέπεις τον αναγνώστη να ακούει ένα μουσικό έργο κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης κάθε κεφαλαίου. Με ποιο κριτήριο έκανες την επιλογή των συγκεκριμένων έργων;
Βλέπω την ανάγνωση και την ακρόαση συνολικά εν προκειμένω, ως μια αντίστιξη μέσων. Άλλοτε για να πετύχω το συναίσθημα που υπογραμμίζει το κείμενο διαλέγω κάτι που συνάδει, και άλλοτε κάτι που προκαλεί τριβές ώστε η ψυχική κατάσταση που αποσκοπώ να πετύχω να προκύπτει από τη συνεργασία των μέσων. Τα κομμάτια τα διάλεξα με βάση τις υφές, το συναισθηματικό φορτίο τους, την ιστορική τους σημασία κ.α. Δεν πρόκειται απαραίτητα για κομμάτια που μου αρέσουν ή συνηθίζω να ακούω αν και πολλά από αυτά τα θεωρώ πολύ καλά και σημαντικά.
8. Όντας καλλιτέχνης, πώς αντιμετωπίζεις την κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, λόγω της πανδημίας;
Ευτυχώς που υπάρχει η τέχνη. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλον καιρόν, διαπιστώνεται η σημαντικότητά της. Κι εγώ ως καλλιτέχνης ένιωσα ότι τώρα είμαι πιο χρήσιμος από άλλες εποχές, παρόλο που η θεσμική στάση απέναντι στη μουσική δεν αποτυπώνει την εκτίμηση των πολιτών.
Στην Ελλάδα μετά κρίσης, η μουσική δεν βρίσκεται στο προσκήνιο και η εκπαίδευση στη μουσική έχει χάσει την πρότερή της αποδοχή. Όμως μέσα στην πανδημία, πολλοί άνθρωποι στράφηκαν στη μουσική. Το ίδιο πιστεύω και με τη λογοτεχνία. Τι καλύτερο από μια μουσική και ένα βιβλίο για να διατηρήσει κανείς την ψυχική του υγεία. Για μένα υπήρξε μια ιδιαίτερα δημιουργική περίοδος.
9. Καθώς η digital εποχή εδραιώνεται ολοένα και περισσότερο, πώς φαντάζεσαι το μέλλον του βιβλίου;
Αν και είμαι αυτό που λένε «γκατζετάκιας» και γενικώς λατρεύω την τεχνολογία, πιστεύω πως το χειροπιαστό, φυσικό, μέσο που ονομάζεται βιβλίο με την παραδοσιακή έννοια, είναι ένα τελειοποιημένο τεχνολογικό επίτευγμα. Οι ψηφιακές επεκτάσεις της έννοιας, καλώς κάνουν και διεκδικούν τον χώρο τους καθώς καλύπτουν πρακτικές ανάγκες. Εντούτοις δεν πιστεύω σε κάποια δαρβινική θεώρηση των τεχνολογικών μέσων και νομίζω ότι το παλιό βιβλίο μπορεί να συνυπάρξει με το ψηφιακό σε αρμονία.
Η ρητορική περί οικολογικής μετάβασης από το φυσικό στο ψηφιακό μέσο, σε ένα πλαίσιο άκρατης κατασπατάλησης πόρων με σκοπό το κέδρος μιας μικρής ελίτ, φαντάζει αρκετά υποκριτική. Ευτυχώς, η ανακύκλωση μπορεί ακόμη να λύσει πολλά προβλήματα.
Επίσης δε μπορώ να φανταστώ να διαβάζω ένα βιβλίο χωρίς χρωματιστές υπογραμμίσεις και σημειώσεις περιθωρίου -συγνώμη για τη βάναυση αυτή η εικόνα!
10. Σκέφτεσαι να γράψεις κι άλλο βιβλίο στο μέλλον;
Ήδη έχω ξεκινήσει!