
Το κίνημα του μινιμαλισμού στις εικαστικές τέχνες σε σύγκριση με τον μινιμαλισμό στη μουσική
Η παγκοσμιοποίηση που έχει επέλθει μέσω του διαδικτύου, των υπολογιστών και γενικότερα των έξυπνων τεχνολογιών, έχει καταστήσει δημοφιλή μια συγκεκριμένη θα λέγαμε, αισθητική στην τέχνη, η οποία κυρίως εξυπηρετεί την μαζική παραγωγή και πώληση. Χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν γίνονται ακόμα προσπάθειες για ειλικρινή καλλιτεχνική δημιουργία, που στόχο έχει να επικοινωνήσει ιδέες, συναισθήματα, καταστάσεις, η απλά να προκαλέσει την προσοχή και τη σκέψη του αποδέκτη. Ακόμα και αυτές όμως οι προσπάθειες είναι δύσκολο, προς το παρόν, να καταταχθούν σε νέα ρεύματα ή καλλιτεχνικά κινήματα ανάλογα με άλλα του προηγούμενου αιώνα. Λίγοι είναι οι καλλιτέχνες που έχουν πετύχει σήμερα να αναπτύξουν μια εντελώς ξεχωριστή, δική τους αισθητική και προσωπικότητα στην τέχνη τους, που να μην αποτελεί κράμα προγενέστερων ρευμάτων ή να αποστασιοποιείται από αυτά.
Ο Μινιμαλισμός αποτελεί ένα από τα πιο σύγχρονα ρεύματα στις εικαστικές τέχνες και την μουσική, το οποίο σε αντίθεση με άλλα ρεύματα, για πολλά χρόνια (ιδιαίτερα στην μουσική) δεν αντιμετωπίστηκε ως κάτι λόγιο και σοβαρό, παρ’ ότι ξεπήδησε μέσα από άλλα καλλιτεχνικά ρεύματα της ίδιας περιόδου. Με τον καιρό όμως κατάφερε χάρη σε κάποια χαρακτηριστικά του να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον σπουδαίων ερευνητών και καλλιτεχνών και όχι μόνο να μπεί στις ακαδημαϊκές αίθουσες και τα εργαστήρια, αλλά να επηρεάσει σημαντικά και άλλους χώρους, όπως τον βιομηχανικό ακόμη και τον θρησκευτικό και να γίνει τρόπος ζωής.
Η απαρχή του κινήματος του μινιμαλισμού στις εικαστικές τέχνες.
Ο Μινιμαλισμός ή Tέχνη του Eλαχίστου αποτελεί αμερικανικό κίνημα στις εικαστικές τέχνες και στη μουσική. Ο όρος πλάθηκε για να περιγράψει την εργασία μιας ομάδας αμερικανικών καλλιτεχνών που ανέπτυξαν ένα νέο είδος ολόκληρης ή τμηματικής γεωμετρικής αφαίρεσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60. Στις εικαστικές τέχνες, ήταν μια προσπάθεια εξερεύνησης των ουσιαστικών στοιχείων μιας καλλιτεχνικής μορφής. Οι Donald Judd, Robert Morris, Dan Flavin, Carl Andre, Sol Lewitt ήταν οι πρωτοπόροι μιας γλυπτικής θεώρησης του έργου ως αντικειμένου που η παρουσία του επιβάλλεται σε έναν καθορισμένο τόπο και κατάσταση, σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο.
Πριν από την επινόηση του όρου “Μινιμαλισμός” στα μέσα του 1960, μια σειρά σύντομων δηλώσεων και κριτικών άρχισαν να υπαινίσουν την εμφάνιση ενός νέου είδους αφαίρεσης στην τέχνη. Το 1966, όταν οργανώθηκε η έκθεση «Πρωταρχικές δομές» στο Eβραϊκό Μουσείο της Νέας Υόρκης, οι χωριστές πράξεις απείθειας κάποιων καλλιτεχνών μπορούσαν να χαρακτηρισθούν κίνημα, καθώς ο έφορος της έκθεσης Kynaston Mcshine μπόρεσε να προσθέσει σαράντα ακόμη βρετανούς και αμερικανούς γλύπτες στο παράδειγμα του Judd και του Morris, συμπεριλαμβανομένων των Carl Andre, Antony Caro, Walter de Maria, Dan Flavin, Elsworth Kelly, Sol LeWitt, Tim Scott, Tony Smith, Robert Smithson, Anne Truitt, William Tucker. Μια από τις πολλές προσπάθειες να δωθεί ένα όνομα σε αυτό το κίνημα, ο τίτλος «Πρωταρχικές δομές» επικεντρωνόταν στη ριζική απλοποίηση των εμπλεκόμενων σχημάτων, ενώ το 1968 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης χρησιμοποίησε τον τίτλο «Η τέχνη του πραγματικού» για να αναδείξει τον σκληρά απλαισίωτο χαρακτήρα του έργου που εγκατέλειπε κάθε γλυπτικό βάθρο προκειμένου να μοιραστεί τον πραγματικό χώρο του θεατή του. Ωστόσο, το 1968, ο όρος «μινιμαλισμός» επικράτησε ευρέως, παραμερίζοντας όλους τους άλλους τίτλους, όπως «συστηματική ζωγραφική» που είχε χρησιμοποιήσει το Μουσείο Guggenheim, προκειμένου να τονίσει τον απρόσωπο χαρακτήρα της παραγωγής του έργου αυτού – τον βιομηχανοποιημένο, μαζικό χαρακτήρα του – που εφαρμοζόταν τώρα στην παραγωγή του κινήματος στις δύο διαστάσεις της ζωγραφικής.
Ο Μινιμαλισμός στην τέχνη εφιστά την προσοχή στους τρόπους με τους οποίους οι εμπειρίες μπορούν να διαμορφωθούν οπτικά. Φαίνεται να προσπαθεί να ασχοληθεί, όσο το δυνατόν πιο άμεσα, με τη φύση της εμπειρίας και της αντίληψής της, μέσω των οπτικών αντιδράσεων. Ο Μινιμαλιστής καλλιτέχνης προσπαθεί να δείξει ξεκάθαρα με οπτική μορφή αυτό που λένε οι φιλόσοφοι και οι συγγραφείς- η φαινομενολογία είναι η βάση της εμπειρίας και θέτει στον εαυτό του την ερώτηση: «Ποια είναι τα στοιχεία της οπτικής κατάστασης, όταν βρίσκομαι στην πιο άμεση αντιπαράθεση με αυτήν»;
Παραδείγματα μινιμαλιστικών έργων και τα χαρακτηριστικά τους
Ο Μινιμαλισμός χαρακτηρίζεται από την ακραία απλότητα της μορφής και τη ρεαλιστική, αντικειμενική προσέγγιση. Η ριζοσπαστική καθαρότητα των μορφών και των χρωμάτων και η απόρριψη κάθε ιλουζιονισμού, βρίσκουν την πιο αυστηρή τους κατάληξη σε τρισδιάστατα έργα με απλούς γεωμετρικούς όγκους ή μορφές, συχνά επαναλαμβανόμενες, εκτελεσμένες με απρόσωπο τρόπο και με προϋπάρχοντα υλικά, κυρίως βιομηχανικά (κομμάτια ξύλου, σωλήνες από νέον, μέταλλα, πλαστικά).
Κάποια από τα χαρακτηριστικά των μινιμαλιστικών έργων, πιο συγκεκριμένα, είναι οι γεωμετρικές επαναλαμβανόμενες ή μη φόρμες. Η αυτοαναφορά, καθώς η μινιμαλιστική τέχνη δεν αναφέρεται πουθενά πέρα από την πραγματική της παρουσία. Η σκόπιμη έλλειψη έκφρασης, χωρίς ίχνος συναισθημάτων ή διαισθητικών αποφάσεων, ελάχιστα αποκαλύπτονται για τον καλλιτέχνη στο έργο. Η χρήση βιομηχανικών υλικών και ο συσχετισμός με τον χώρο. Ο Carl Andre είπε «Δεν είμαι καλλιτέχνης του στούντιο, είμαι καλλιτέχνης τοποθεσίας».
Κάποια μινιμαλιστικά έργα που είναι τυπικά για τη ριζική αισθητική τους μείωση είναι οι λευκοί πίνακες του Richard Ryman.

Τα τετράγωνα από μέταλλο του Carl Andre που είναι τοποθετημένα στο πάτωμα του ορόφου του μουσείου Tate Modern στο Λονδίνο.

Η εγκατάσταση του Donald Judd με δέκα ανακλαστικές μονάδες χαλκού, τοποθετημένες σε απόσταση 9 ιντσών, η μία πάνω από την άλλη, στον τοίχο της γκαλερί.

Η απαρχή του Μινιμαλισμού στη μουσική.
Το ρεύμα του μινιμαλισμού στη μουσική,αποτελεί μια από τις πιο πρόσφατες τάσεις μουσικής σύνθεσης σε όλο τον Δυτικό κόσμο. Πρωτεργάτες της γύρω στο 1970 οι Αμερικανοί συνθέτες La Monte Young (1935), Terry Riley (1935), Phillip Glass (1937), και Steve Reich (1936).
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά για τις εικαστικές τέχνες και οι μουσικολόγοι τον δανείστηκαν για να περιγράψουν ένα είδος μουσικής με ανάλογη αισθητική προσέγγιση, το οποίο είχε ως κυρίαρχο στοιχείο την αφαίρεση και την αναγωγή του ελάχιστου ως κριτήριο δημιουργίας. Όμως ο ίδιος ο όρος δημιουργεί ενστάσεις, καθώς ετυμολογικά προέρχεται από το λατινικό minimum (ελάχιστο), διότι αναφέρεται σε ένα φαινόμενο όπως η Τέχνη με μία ποσοτική έννοια, όσο μεταφορική και να είναι η χρήση της.
Στη Μουσική η έννοια του ελάχιστου θα μπορούσε να αφορά στη διάρκεια του έργου, στην επεξεργασία ενός πολύ περιορισμένου μουσικού υλικού και θεμάτων ή στον περιορισμό των μέσων επεξεργασίας ή ανάπτυξης του μελωδικού υλικού. Ενδεχομένως να μπορεί να προστεθεί και ο περιορισμός των βασικών μουσικών στοιχείων που είναι το τονικό ύψος του κάθε φθόγγου, η διάρκεια του, η έντασή του, το ηχόχρωμά του, η ταχύτητα του μουσικού έργου, η υφή της μουσικής, μιλώντας για την ενορχήστρωση του έργου, καθώς και η δομή.
Οι μουσικολόγοι και οι ιστορικοί μουσικής αποδίδουν την εμφάνιση του Μινιμαλισμο στο ρεύμα του σειραϊσμού, τονίζοντας αφενός την προέλευση του έργου ως διαδικασία και αφετέρου στο γεγονός της προσπάθειας εδραίωσης μίας νέας απλότητας σε αντίθεση με την πολυπλοκότητα που είχε εισάγει η Δεύτερη Σχολή της Βιέννης, οι εκπρόσωποί της, καθώς και η σχολή του Darmstadt. Αυτή την τάση μπορούμε να τη δούμε στο μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας που περιλαμβάνει ως θέμα το Μινιμαλισμό ή γενικότερα την Ιστορία της Δυτικής Μουσικής. Κάποιες από τις αντιλήψεις απέρρεαν από την περίοδο της ανοικοδόμησης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ελπίδα ότι κάποιος θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μια οριστική ρήξη με το παρελθόν.
Οι συνθέτες, εκπρόσωποι του μινιμαλισμού και τα μουσικά έργα τους
Οι πιο γνωστοί ως πρωτοπόροι αυτού που ευρύτερα ονομάστηκε μινιμαλιστική μουσική, «υπνωτική μουσική», «δομική μουσική» και «μουσική παλμών», υπήρξαν οι:
La Monte Young
Αμερικανός συνθέτης, μουσικός και καλλιτέχνης. Σχεδόν όλες οι συνθέσεις του εξερευνούν μακροχρόνιους τόνους και συνεχείς αρμονίες, που περιφρονούν τις κανονικές αντιλήψεις της χρονολογίας και της παροντότητας.


Terry Riley
Ο Terence Mitchell Riley (1935) είναι αμερικανός συνθέτης και μουσικός που επηρεάστηκε τόσο από την τζαζ όσο και από την ινδική κλασσική μουσική. Η μουσική του έκανε αίσθηση για την καινοτόμο χρήση της επανάληψης, της βιντεοταινίας και των συστημάτων delay.
Το In C είναι έργο που δεν έχει καθορισμένο αριθμό οργάνων, ούτε καν καθορισμένη ενορχήστρωση. Μπορεί να εκτελεστεί από οποιοδήποτε μουσικό σύνολο, οποιουδήποτε μεγέθους, σε οποιαδήποτε ταχύτητα, ενώ αποτελείται από πενήντα τρεις σύντομες μουσικές ενότητες που εκτείνονται από μία φράση ενός ογδόου σε φράση τριάντα ογδόων. Η κάθε ενότητα μπορεί να επαναληφθεί ελεύθερα, όσο επιθυμεί το σύνολο (ad libitum).
Steve Reich
Ο Stephen Michael Reich, (1936, Νέα Υόρκη), είναι και αυτός αμερικανός συνθέτης, από τους πρώτους υποστηρικτές του μινιμαλισμού, και του στυλ που είναι βασισμένο σε επαναλήψεις και συνδυασμούς απλών μοτίβων και αρμονιών.
Στη μουσική του Reich όπως και του Young, Riley και Glass, η διαδικασία της επανάληψης χρησιμοποιείται ως αντικείμενο παρά ως πηγή μουσικής. Η χρήση των επαναλήψεων, το ντουμπλάρισμα των ίδιων ήχων και η σταδιακή απόκλιση της ταχύτητας τους ήταν τεχνικές που βρίσκει κανείς σε πολλά έργα του το Reich. Τα κομμάτια Phase Patterns (1970) και Drumming (1971), κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου από έναν ενιαίο, απλό ρυθμό κρουστού, ο οποίος επαναλαμβάνεται σε ολοκληρωμένους κύκλους σχέσεων φάσης με τον εαυτό του. Εκτός από το μόνιμο παλμό που προκύπτει από το σταθερό ρυθμό, ο Reich χρησιμοποιεί πάντα σταθερό ηχόχρωμα, κάτι που υπάρχει όχι υποχρεωτικά στη μουσική του Riley.

Philip Glass
O Philip Glass, (1937, Baltimore, Maryland, Η. Π. Α.), είναι αμερικανός συνθέτης καινοτόμου πολυπολιτισμικής, φωνητικής και λειτουργικής μουσικής. Η γνωριμία του με τον ινδό σιταριστή Ravi Shankar επηρέασε αποφασιστικά το στυλ της σύνθεσης του. Άρχισε να δημιουργεί κομμάτια με μονότονο και επαναλαμβανόμενο στυλ. Τα έργα αυτά αποτελούνταν από μια σειρά συγκοπικών ρυθμών, οι οποίοι έξυπνα προέκυπταν ή επεκτείνονταν μέσα σε μια σταθερή διατονική δομή. Η μουσική, τού Philip Glass επεκτείνεται τόσο ώστε να καλύπτει μεγάλα χρονικά διαστήματα. Η ουσία της μουσικής του Glass περιέχεται σε ένα ρυθμικό κομμάτι που ονομάζεται “1+ 1” (1968). To 1+1 είναι ένα ρυθμικό έργο, χωρίς μελωδία, γραμμένο για έναν εκτελεστή, ο οποίος παίζει ρυθμικά σχήματα σε ένα τραπέζι, το οποίο ενισχύεται με πυκνωτικό μικρόφωνο. Αυτό που χτυπάει προκύπτει από δύο μικρές ρυθμικές φιγούρες που μπορεί να επαναλάβει και να συνδυάσει με οποιονδήποτε τρόπο του αρέσει. Όλα τα κομμάτια για σύνολο του Glass βασίζονται σε αυτή την προσθετική ρυθμική διαδικασία που εφαρμόζεται στις μελωδικές γραμμές και παρέχουν τη συνέχεια στη μουσική, σε μια ασταμάτητη ροή τακτικών κύκλων.

Συνοψίζοντας λοιπόν κάποια από τα χαρακτηριστικά των συνθέσεων, οι οποίες χαρακτηρίζονται μινιμαλιστικές είναι: Τα λιτά και απλά μουσικά στοιχεία, τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, οι κρατημένες νότες (ως ισοκράτες), μια συνεχής- αδιάκοπη φόρμα, ο πιθανός αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας της μουσικής, η χρήση τονικού ή τροπικού υλικού με σύμφωνες συνηχήσεις, η επίδραση μουσικής άλλων πολιτισμών, η έλλειψη τελεολογικού χαρακτήρα,η διάδραση μουσικών μοτίβων, καθώς και η περίπλοκη μουσική υφή ως ψυχοακουστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα των παράλληλων μουσικών συμβάντων.
Επίλογος
Τόσο στη μουσική όσο και στις εικαστικές τέχνες, ο μινιμαλισμός ήταν μια προσπάθεια να διερευνηθούν τα βασικά στοιχεία μιας μορφής τέχνης. Στις εικαστικές τέχνες, τα προσωπικά στοιχεία διώχνονται μακριά για να αποκαλύψουν τα αντικειμενικά, καθαρά οπτικά στοιχεία της ζωγραφικής και της γλυπτικής. Στη μινιμαλιστική μουσική, η παραδοσιακή αντιμετώπιση της μορφής και της ανάπτυξης απορρίφθηκε υπέρ της εξερεύνησης του ηχοχρώματος και του ρυθμού.
Οι συνθέτες ανακάλυψαν στις καθαρές γεωμετρικές γραμμές των εικαστικών μινιμαλιστών παρόμοιους προβληματισμούς με τους δικούς τους, ενώ οι ευκαιρίες που τους δόθηκαν να παρουσιάσουν και να προωθήσουν τη μουσική τους μέσα στις γκαλερί και στα μουσεία, σε χώρους κατεξοχήν εικαστικούς, δημιούργησαν μία πλατφόρμα αισθητικών παραλληλισμών σχετικά με τις έννοιες της επιφάνειας, της υφής και της φόρμας εν γένει.
Παρ’ όλη τη σχέση των μινιμαλιστών συνθετών με τους εικαστικούς καλλιτέχνες, οι προσεγγίσεις τους έχουν ενδεχομένως κοινή αφετηρία, αλλά λόγω της διαφορετικής φύσης της κάθε Τέχνης, έχουν διαφορετική πορεία και χρήση των ίδιων εννοιών. Αυτή η διαφορετική οπτική όμως πρέπει να εξεταστεί λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των εικαστικών τεχνών, οι οποίες έχουν σταθερό χρόνο και χρονικό ορίζοντα, σε αντίθεση με τη μουσική που διαφορο- ποιείται μέσα στο χρόνο. Έτσι η διαδικασία σε ένα μουσικό έργο εξελίσσεται κατά τη διάρκεια κάποιου χρονικού διαστήματος, ενώ στους πίνακες ζωγραφικής και στα γλυπτά από τη στιγμή που το έργο ως έννοια έχει συλληφθεί, πλέον δεν μεταλλάσσεται.
Πρόσφατα, υπάρχει μια αναβίωση ενδιαφέροντος για το θέμα. Ο Μινιμαλισμός έχει εδραιωθεί στο χώρο του σχεδιασμού, του design και του lifestyle, εκμεταλευόμενος την απλή, κατανοητή μορφή, αλλά και την ιδιότητα της διάδρασης με τον αποδέκτη, για να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα τάξης, ηρεμίας και αυτάρκειας. Η μινιμαλιστική μουσική έχει γίνει πιο διαφανής, δηλαδή έχει προσπαθήσει ενεργά να διεκδικήσει αρμονικές και συναγωγικές διαδικασίες που σχετίζονται περισσότερο με τη δυτική μουσική. Για τον λόγο αυτό, φαίνεται ότι προσέλκυσε την προσοχή σύγχρονων συνθετών τόσο διαφορετικών αισθητικών όσο οι Ligeti, Andriessen, Pärt και Taverner, οι οποίοι έφεραν στην επιφάνεια περισσότερο “κλασικά” (ή κλασικά avant- garde) κονσεπτ οργάνωσης στο μινιμαλιστικό πεδίο.
Μπαρδούτσου Σοφία |Intergrated Master, Μουσική Σύνθεση, Τμήμα Μουσικών Σπουδών Ιόνιο Πανεπιστήμιο
Βιβλιογραφία
Ελληνόγλωσση
- «μίνιμαλ αρτ» Πάπυρος Larousse Britannica, (Πάπυρος, 1996), 52 τόμοι, τόμος 42, σελ 215- 216.
- «μινιμαλισμός» Πάπυρος Larousse Britannica, (Πάπυρος, 1996), 52 τόμοι, τόμος 42, σελ 216.
- Σταμάτη, Βασίλη. Η Εξέλιξη Του Μινιμαλισμού Στη Μουσική Από Το 1960 Ως Σήμερα. Δημιουργία Νέου Έργου Και Παιδαγωγικές Εφαρμογές Για Το Δημοτικό, (Ρόδος: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, 2014).
- “1965 Ο Ντόναλντ Τζαντ δημοσιεύει τα “ Συγκεκριμένα αντικείμενα: ο μινιμαλισμός θεωρητικοποιείται από τους σημαντικότερους εκφραστές του, τον Τζαντ και τον Ρόμπερτ Μόρις”, στο Παπανικολάου Μ. Μιλτιάδης (επιμ) Η ΤΕΧΝΗ ΑΠΟ ΤΟ 1900, (Αθήνα, ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2018).
Ξενόγλωσση
- Battcock, Gregory, Minimal Art: A Critical Anthology, (University of California Press, 1995).
- Keith Potter, “Minimalism (USA) | Grove Music”, Grove Music Online, (Oxford University Press, 2019).
- Mertens Wim, American Minimal Music: LA Monte Young, Terry Riley, Steve Reich, Philip Glass, (John Deere Publishing. London: 1988).
- Meyer, James, Minimalism, (Phaidon Press, 2005).
- Nyman, Michael, Experimental Music: Cage and Beyond, (Cambridge University Press, 1999).
- Reich, Steve. Writings on Music, 1965-2000, (Oxford University Press, 2002).
- Warburton, Dan. “A Working Terminology for Minimal Music.” Intégral 2 (1988): 135–59.
- Wolff Janet, “The Meanings of Minimalism”, Contexts 4, no. 1 (2005): 65–68.
- “Donald Judd, Untitled. 1967 | MoMA”, https://www.moma.org/collection/works/81324 (The Museum of Modern Art), Accessed June 10, 2019.
- “Philip Glass | Biography, Music, & Facts” https://www.britannica.com/biography/Philip-Glass (Encyclopedia Britannica), Accessed June 18, 2019.
- “Steve Reich | American Composer”, https://www.britannica.com/biography/Steve-Reich (Encyclopedia Britannica), Accessed June 17, 2019.
- Tate. “Minimalism – Art Term”, https://www.tate.org.uk/art/art-terms/m/minimalism (Tate), Accessed June 8, 2019.
- On 19 Ιουνίου, 2020
- 5 Comments
5 Comments