1. Πες μας λίγα λόγια για εσένα.
Ποτέ μου δεν μπορούσα να με προσδιορίσω με μια λέξη, μια ιδιότητα. Ποτέ δεν επιθυμούσα να ασχοληθώ μόνο με ένα πράγμα. Ακόμα και τα βιβλία τα διαβάζω ταυτόχρονα. Διαλέγω για παράδειγμα ένα ποιητικό κείμενο, ένα λογοτεχνικό, ένα επιστημονικό κι ένα θεατρικό. Δεν μπορώ αλλιώς. Και για ένα περίεργο λόγο, το ένα βιβλίο συμπληρώνει το άλλο. Μπορεί το ένα να το ρουφήξω και το άλλο την ίδια περίοδο να μου πάρει περισσότερο χρόνο. Η «εσωτερική ανάγνωση» όμως θα ολοκληρωθεί περίπου την ίδια περίοδο. Έτσι νομίζω ότι έχει συμβει και με την προσωπικότητά μου μέσα στα χρόνια. Ήθελα διακαώς να γίνω κλασσική μπαλαρίνα, με κέρδισε το θέατρο και την ίδια στιγμή η αγάπη μου για τα παιδιά και τα ζώα με οδήγησε στην εκπαίδευση και την φιλοσοφία. Όσο μεγαλώνω νομίζω ότι η συγγραφή είναι η ομπρέλα που έρχεται να προστατεύσει και να φροντίσει όλα μου τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά. Με την συγγραφή νιώθω ασφαλής και ελεύθερη ταυτόχρονα. Τα περικλείει όλα και τίποτα. Ξεκινάς από ένα λευκό χαρτί και καταλήγεις σ’ ένα διήγημα ή ένα θεατρικό έργο. Ή δεν καταλήγεις πουθενά. Το αφήνεις στη μέση και σε τρώει… Ακριβώς όπως και στη ζωή. Σε τρώει και σε εμπνέει. Είναι εκεί. Οπότε αν θα μπορούσα να σας πω λίγα λόγια για μένα είναι ότι, προς το παρόν τουλάχιστον, είμαι εδώ. Παρούσα.
2. Συστήσέ μας την ποιητική σου συλλογή “Ταξίδια στον Τοίχο”.
Εννιά ιστορίες. Εννιά «Ταξίδια» που τα χωρίζει και παράλληλα τα ενώνει κάθε φορά ένας Τοίχος. Μια γυναίκα σ’ ένα διαμέρισμα, σε κατάσταση εγκλεισμού, ταξιδεύει μέσα από Τοίχους πραγματικούς και φανταστικούς. Νοσταλγεί και βουτάει σε ζουμερές και χρωματιστές αναμνήσεις του παρελθόντος. Ξαναζεί παιδικά τραύματα και εφιάλτες με αφορμή μια φωτογραφία στον Τοίχο ή μια ανοιχτή πόρτα τη νύχτα που φέγγει ένα σκληρό λευκό φως. Θαυμάζει δύο ηλικιώμενες φίλες στο απέναντι μπαλκόνι κι αναρωτιέται… είναι τελικά μόνο φίλες; Θέλει να παίξει με τον μικρό Αλέξανδρο στο διπλανό διαμέρισμα πριν αλλάξει η ζωή του. Ερωτεύεται έναν λευκό τρυφερό μικροσκοπικό επισκέπτη και μοιράζεται μαζί του ένα γλυκό του κουταλιού. Χορεύει στον αέρα με τις πεταλούδες και τα χρυσαλιφούρφουρα. Αφήνει αυτόν που έρχεται τη νύχτα κρυφά, τον αφήνει γιατι είναι μικρή και φοβάται, τον αφήνει να της κλέψει το μπολ με τις φράουλες. Θέλει να μπει στη μεσοτοιχία και να σώσει την Σοφούλα που έγινε Σοφία, από τον Σπύρο της. Και αφήνει εκείνο «το άλλο κλάμα, το βουβό… να αγκαλιάζει τα δέντρα που καίγονται».
3. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσεις να γράφεις τα ποιήματα της συλλογής αυτής;
Το έναυσμα για να γράψω οτιδήποτε είναι μια βαθιά εσωτερική μου ανάγκη για μοίρασμα. Είναι εκείνη η στιγμή που φτάνεις να έχεις δημιουργήσει κάτι και το μόνο που επιθυμείς είναι να πετάξει και ελεύθερο να βρεθεί σε άλλους τόπους και να γνωρίσει άλλους ανθρώπους. Στα «Ταξίδια στο Τοίχο», παρ’ όλο που τα διαπνέει μια βαθιά μοναχικότητα που αγγίζει ακόμα και τα όρια της αβάσταχτης μοναξιάς, με έναν παράξενο τρόπο η αφηγήτρια βγαίνει πάλι στο φώς και κοιτάζει προς τα έξω. Αυτό ήταν το έναυσμα. Να φτάσει έξω στον κόσμο, στον αναγνώστη και να μοιραστεί, να ταξιδέψουν μαζί αφηγήτρια και αναγνώστης. Ακόμα κι αν μερικές φορές χρειαστεί να περάσουν μέσα από Τοίχους.
4. Ποιο ποίημα της συλλογής θα ξεχώριζες και γιατί;
Θα ξεχώριζα ένα καινούριο Ταξίδι, ένα Νέο Ποίημα που θα προέκυπτε από τα Ταξίδια που έγιναν μέσα από αυτά τα εννιά που έχουν ήδη γραφτεί.
5. Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεται το “Ταξίδια στον Τοίχο”;
Θα τολμήσω να πω ότι δεν πιστεύω σε κατηγορίες αναγνωστών. Όσο για τα «Ταξίδια στον Τοίχο», θα επιθυμούσα να τα απευθύνω σε όλους τους ενήλικες και γιατί όχι και εφήβους που τους αρέσουν τα Ταξίδια, φανταστικά και πραγματικά. Γιατί μπορεί να ταξιδεύεις με τον Υπερσιβηρικό, μπορεί όμως να ταξιδεύεις κι όταν ανακατεύεις ρυθμικά τον ελληνικό καφέ σου πριν φουσκώσει.
6. Γιατί επέλεξες αυτόν τον τίτλο;
Νομίζω ότι έγινε κάπως ορμέμφυτα. Σαν ο τίτλος να κούμπωσε από μόνος του. Η αλήθεια είναι ότι και σαν προσωπικότητα με διακρίνει μια εσωστρέφεια και ταυτόχρονα κάτι εξωστρεφές. Ακριβώς όπως το Ταξίδι το διακρίνει η περιπέτεια και η ελευθερία και τον Τοίχο το αδιέξοδο και ο αποκλεισμός. Κάπως έτσι και η αφηγήτρια μέσα από μια εσωτερική περιπλάνηση σε συνθήκες εγκλεισμού έχει το θάρρος να ανοίξει το παράθυρο και να δεχτεί έστω έναν επισκέπτη. Το μεγαλύτερο κατόρθωμα για έναν μοναχικό ανθρωπο που θέλει να ταξιδέψει μέσα από Τοίχους και να βγει στο Φως. Ο Τοίχος είναι πάντα εκεί να θυμίζει το τραύμα, το εμπόδιο, τον φόβο και ταυτόχρονα το παράθυρο ανοίγει και μπαίνει ο Επισκέπτης και το Φως. Αυτό το δίπολο σκοτάδι-φως, μέσα-έξω, εγκλεισμος-ελευθερία, Ταξίδι-Τοίχος διαπνέει και τις εννιά ιστορίες. Γι’ αυτό «Ταξίδια», γι’ αυτό «στον Τοίχο».
7. Ποιος/Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σου Έλληνες ή ξένοι συγγραφείς/ποιητές; Έχουν επηρεάσει το έργο σου;
Είναι τόσοι πολλοί. Ποιόν να πρωτοπώ; Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Πολυδούρη, Καρυωτάκης, Καβάφης, Ντίκινσον, Μπέκετ, Σαμαράκης, Καζαντζάκης, Βιιρτζίνια Γουλφ, Τόνι Μόρισον, Νάνσυ Χιούστον, Ταχτσής, Τέννεσι Γούιλιαμς… δεν έχει σταματημό η λίστα.
Φυσικά και με έχουν επηρρεάσει. Οτιδήποτε διαβάζω με επηρρεάζει με κάποιον τρόπο. Απλώς τα διαμάντια τα διαβάζω ξανά και ξανά και μπορεί κάθε φορά να ανακαλύπτω και κάτι διαφορετικό κι αυτό είναι σκέτη μαγεία.
8. Ποιο είναι το αγαπημένο σου βιβλίο;
Μόνο ένα; Λίγο Δύσκολο να πω μόνο ένα. «Η Μικρά Αγγλία», Ιωάννα Καρυστιάνη, η «Ασκητική» του Καζαντζάκη, «Οι Δαιμονισμένοι» του Ντοστογιέφσκι, «Ο φιλόσοφος κι ο Λύκος» Rowlands Mark, «Ελένη ή ο Κανένας», Ρέα Γαλανάκη.
9. Ποιος είναι κατα τη γνώμη σου ο ρόλος της ποίησης στην εποχή μας;
Να αφυπνίζει και ταυτόχρονα να γαληνεύει. Να μπορεί να διαπερνάει το φάσμα της λογικής και να απελευθερώνει αξίες, ιδανικά και επιθυμίες που για κάποιο λόγο δεν έχουμε τολμήσει ακόμα να αγγίξουμε. Γι’ αυτό το λόγο η ποίηση έχει πάντα μια επαναστατική χροιά. Γιατί μπορεί να υπάρχει. Παντού και πάντα. Η ποίηση είναι πνοή ζωής. Πρώτα θα σβήσει ο πλανήτης και μετά η ποίηση. Γιατί και την στιγμή που ο πλανήτης θα σβήσει το συμβάν αυτό καθεαυτό της απόλυτης καταστροφής θα είναι ποίηση. Όλα είναι ποίηση και η ποίηση επηρρεάζει τους πάντες και τα πάντα. Η ποίηση αρχικά εκφραζόταν με άναρθρες κραυγές και στην πορεία με χορό και τραγούδι, πολύ πριν το ανθρώπινο είδος μάθει γραφή και ανάγνωση. Ξεκίνησε σαν εσωτερική ανάγκη έκφρασης βαθύτερων συναισθημάτων. Και αυτό είναι η δύναμή της. Όσο ο άνθρωπος χάνει την επαφή του με το συναίσθημά του τόσο περισσότερο χρειάζεται την ποίηση. Όσο πιο πολύ αντιστεκόμαστε στην ελεύθερη έκφραση τόσο πιο σθεναρά θα κάνει η ποίηση την παρουσία της. Είναι ζήτημα ισορροπίας.
10. Σκέφτεσαι να γράψεις κι άλλη ποιητική συλλογή στο μέλλον;
Ναι, κάτι γεννιέται. Εύχομαι να ολοκληρωθεί σύντομα και να το μοιραστώ μαζί σας.