Δέκα ερωτήσεις για τον συγγραφέα Τριαντάφυλλο Οικονόμου και το βιβλίο του “Ο τόπος μου και ο μύθος της μαρμαρωμένης γριάς“.
1. Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς.
Γεννήθηκα στην Αιγείρα, τον Σεπτέμβριο του 1954. Εκεί τελείωσα το διθέσιο τότε Δημοτικό σχολείο και μετά τις τρεις πρώτες τάξεις γυμνασίου στην Ακράτα. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, πήγα στην Αθήνα όπου τελείωσα το γυμνάσιο στο έβδομο Παγκρατίου. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου με βρίσκει πρωτοετή φοιτητή στη σχολή Χημικών Μηχανικών. Δεν είναι υπερβολή να πω ότι εκείνες οι μέρες της εξέγερσης, καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την μετέπειτα ζωή μου. Το 1990, παντρεμένος πλέον και με δυο κόρες, επιστρέφω στην Αιγείρα όπου από τότε ζω. Ασχολήθηκα με διάφορα επαγγέλματα όπως δημοσιογράφος, καθηγητής ιδιωτικής εκπαίδευσης, με τελευταίο το βιοκαλλιεργητής όπου διέθετα τα προϊόντα μου στις βιολογικές λαϊκές αγορές της Αθήνας και της Πάτρας. Σήμερα είμαι συνταξιούχος.
2. Συστήστε μας το βιβλίο σας “Ο τόπος μου και ο μύθος της μαρμαρωμένης γριάς”.
Πιστεύω ότι οι μύθοι δεν είναι πάντα τα παραμύθια των μεγάλων. Συχνά κρύβουν πίσω τους ιστορικά δεδομένα και κάτω από τις δοξασίες βρίσκονται καλά κρυμμένες αλήθειες. Μέσα από ένα διάλογο με ένα φανταστικό φίλο, τον Περικλή, επιχειρώ να αποκαλύψω την ιστορία που κατά τη γνώμη μου κρύβει ο μύθος της “μαρμαρωμένης γριάς”. Χρειάζεται να πάμε επτά χιλιάδες χρόνια πριν, τότε που οι Πελασγοί φαίνεται να κατοικούσαν τον τόπο μου. Ταυτόχρονα, γίνεται προσπάθεια να καταδειχθεί η ιστορία της αρχαίας Αίγειρας. Τέλος, επιχειρώ να παρουσιάσω με συντομία, την σημερινή Αιγείρα, ένα χωριό που κατά την άποψή μου διανύει την εφηβεία του.
3. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσετε να γράφετε το βιβλίο σας;
Η αγάπη για τον τόπο μου και σίγουρα μια νοσταλγική διάθεση για την χαμένη ομορφιά που σαν παιδί θυμάμαι. Επιστρέφοντας μετά από είκοσι και πλέον χρόνια στο χωριό μου ξεκίνησα να ανακαλύπτω εκ νέου τις ομορφιές του τόπου μου. Με έναυσμα τις ανασκαφές – που ακόμα συνεχίζονται στο χώρο της Αρχαίας Αίγειρας – ανακάλυπτα ταυτόχρονα και την ιστορία του που αγνοούσα. Εκεί που θυμόμουν ένα αμπέλι, να βλέπω ένα αρχαίο θέατρο, εκεί που ήξερα αμυγδαλιές, να αποκαλύπτονται ερείπια περίλαμπρων κτιρίων. Είχα εντυπωσιασθεί και ένιωθα περήφανος για τον τόπο μου. Αυτή η αγάπη ήταν το κίνητρο. Όπως και μια ανησυχία για το μέλλον του. Θα ευχόμουν οι νεότερες γενιές να μπορέσουν να προσεγγίσουν κατά τι το μεγαλείο των προγόνων μας.
4. Για ποιο λόγο να διαβάσουν οι αναγνώστες το βιβλίο;
Πιστεύω ότι σήμερα, όλοι γνωρίζουμε λίγο πολύ την ιστορία του τόπου μας. Και σίγουρα πολύ περισσότερα από όσα γνωρίζαμε πριν πενήντα χρόνια, όπου ξεκίνησε μια πιο συστηματική ανασκαφή. Δεν ήταν στις προθέσεις μου η συγγραφή ενός ιστορικού βιβλίου για τους αρχαίους χρόνους στον τόπο μου. Δεν έχω άλλωστε την κατάρτιση για κάτι τέτοιο. Το βιβλίο, αν και απέχει παρασάγγας από ένα ιστορικό σύγγραμμα, επιχειρεί εν τούτοις να δώσει μια συνεκτική εικόνα εκείνων των χρόνων, να βάλει κατά κάποιο τρόπο σε χρονική συνέχεια τα δεδομένα. Το επιχειρεί μέσα από ένα διάλογο, ώστε να είναι πιο ξεκούραστο στον αναγνώστη. Το καινούριο στοιχείο, είναι η προσπάθεια σύνδεσης του μύθου με την ιστορία. Και ακόμα κάτι, μια άποψη για την σημερινή Αιγείρα και την προοπτική της.
5. Σε ποιους απευθύνεται;
Το βιβλίο απευθύνεται σε όλους. Δεν στοχεύει σε κάποιο ειδικό τμήμα του πληθυσμού. Θα ήμουν όμως ευτυχής αν μερικοί από τις νέες γενιές το εύρισκαν ενδιαφέρον.
6. Γιατί επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο;
Ο τίτλος είναι συνεπής με το περιεχόμενο του βιβλίου. Αν και περιγραφικός και ίσως μεγαλύτερος από ένα συνηθισμένο τίτλο βιβλίου, νομίζω ότι απευθύνεται με ειλικρίνεια στον αναγνώστη.
7. Ποιος/Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες ή ξένοι συγγραφείς; Έχουν επηρεάσει το έργο σας;
Δύσκολα θα μπορούσα να ξεχωρίσω κάποιον συγγραφέα σαν αγαπημένο, με εξαίρεση ίσως τον Ντοστογιέφσκι (στις μεταφράσεις του Άρη Αλεξάνδρου). Είναι πολλοί οι έλληνες συγγραφείς που με έχουν εντυπωσιάσει σε διάφορα βιβλία τους. Όταν όμως πρέπει να γίνει μια επιλογή, αναπόφευκτα εμπεριέχεται ο κίνδυνος της αδικίας σε κάποιους. Ο Καζαντζάκης στο “Ο Καπετάν Μιχάλης” και “Ο Ζορμπάς”, ο Παπαδιαμάντης στη “Φόνισσα”, ο Καρκαβίτσας στα “Λόγια της πλώρης”, από τους παλιούς έλληνες συγγραφείς. Αλλά και ο Αθανασιάδης στους “Πανθέους”, ο Καραγάτσης στο “Γιούγκερμαν” από τους λίγο νεότερους. Και από τους πιο σύγχρονους, ο Γιώργος Μιχαηλίδης στην τριλογία του “της επανάστασης της μοναξιάς και της λαγνείας”, ο Ισίδωρος Ζουργός “στη σκιά της πεταλούδας”, η Ζιράνα Ζατέλη στο “και με το φως του λύκου επανέρχονται” ο Γ. Καλπούζος στο “Ιμαρέτ”.
Είχα την ευτυχία να γνωρίσω τον Γιάννη Ζουγανέλη – έναν από τους μεγαλύτερους τουμπίστες του κόσμου – και την τιμή να με συμπεριλαμβάνει στους στενούς του φίλους. Θα πρέπει να αναφέρω και έναν ακόμα στενό φίλο, τον ποιητή Αργύρη Χιόνη που έχοντας διαβάσει μερικές από τις πρώτες ιστορίες μου, με παρότρυνε ένθερμα να συνεχίσω. Τέλος οφείλω να μνημονεύσω τον ποιητή Κώστα Ριτσώνη, που έχει διαβάσει σχεδόν όλα τα κείμενά μου και που ήταν κατά κάποιο τρόπο ο συμβουλάτοράς μου σε αρκετά. Δυστυχώς και αυτός έχει από καιρό φύγει.
Για τους ξένους τώρα, ο κατάλογος φυσικά θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερος. Αναπόφευκτα η επιλογή θα είναι αυστηρότερη. Εκτός από τον Ντοστογιέφσκι – πάντα σε μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου – θα μνημονεύσω τον Τόμας Μαν στην τετραλογία του “ο Ιωσήφ και οι αδελφοί αυτού”, τον Χόρχε Αμάντο στην τριλογία του. Δεν θα μπορούσα να παραλείψω το επικό αντιπολεμικό αριστούργημα του Ντάλτον Τράμπο “ο Τζόνυ πήρε το όπλο του”. Φυσικά πρέπει να αναφερθώ στην Ιζαμπέλ Αλιέντε και “το σπίτι των Πνευμάτων” της, όπως και στην εκπληκτική σύγχρονη Όουενς Ντέλια στο οικολογικό αριστούργημά της “εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες”.
8. Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο;
Ήδη ανάφερα μερικά από τα αγαπημένα μου βιβλία. Δύσκολα θα μπορούσα να ξεχωρίσω ένα σαν το πιο αγαπημένο. Πολύ περισσότερο που όταν διαβάζω σήμερα νεανικά μου αναγνώσματα, βρίσκω σε αυτά στοιχεία και αρετές που τότε μου είχαν διαφύγει. Συχνά είναι σαν να διαβάζω ένα διαφορετικό βιβλίο από τότε. Φυσικά οφείλεται στις αλλαγές που ο χρόνος έχει επιφέρει σε μένα πριν απ’ όλα. Υπάρχει όμως ένας άνθρωπος και ένα βιβλίο που με έχουν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό. Είναι ο τουμπίστας Γιάννης Ζουγανέλης και το αυτοβιογραφικό του βιβλίο “ο ήχος της σάλπιγγας”. Όσο για το βιβλίο, είναι κατά τη γνώμη μου, αξεπέραστο στο είδος του. Δυστυχώς, έφυγε πολύ νωρίς.
9. Ποια είναι η θέση του βιβλίου στην εποχή μας κατά τη γνώμη σας;
Δεν νομίζω ότι μπορεί να έρθει εποχή που ο άνθρωπος να μην νοιώθει την ανάγκη να ανατρέξει σε ένα βιβλίο. Μπορεί σήμερα τα λεξικά για παράδειγμα να έχουν σχεδόν αντικατασταθεί από την ηλεκτρονική τους έκδοση, όπως και η πλειοψηφία ίσως των επιστημονικών συγγραμμάτων. Πιστεύω όμως ότι το λογοτεχνικό βιβλίο, το μυθιστόρημα, το διήγημα, το ποίημα, δεν μπορεί να ζήσει σε μια οθόνη. Χρειάζεται το χαρτί και τη ζεστασιά των χεριών του αναγνώστη για να ανθίσει. Και παρ’ όλο που σήμερα βιώνει μια κρίση, είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Πάντα θα υπάρχει στο σπίτι μια ζεστή γωνιά για το λογοτεχνικό τουλάχιστον βιβλίο.
10. Σκέφτεστε να γράψετε άλλο βιβλίο στο μέλλον;
Όπως ανέφερα και πριν στο “σεντούκι” υπάρχουν ήδη αρκετά γραμμένα και στο μυαλό μου περισσότερα άγραφα. Ο καιρός θα δείξει αν καταφέρω να τους δώσω ζωή μέσα από κάποιο βιβλίο.