1. Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς.
Γεννήθηκα στο Αίγιο από δασκάλους γονείς, που με έμαθαν να εκτιμώ τη δημιουργικότητα δίνοντας ιδιαίτερη αξία στην Τέχνη και τη Γνώση. Η μητέρα μου, έγραφε ποιήματα και διηγήματα, έχοντας ιδιαίτερη ικανότητα στο να σκαρώνει στη στιγμή σατιρικούς στίχους. Απ’ αυτήν κληρονόμησα σίγουρα την αγάπη και πιθανόν την κλίση στο γράψιμο. Ο πατέρας μου, ως πρώτος μου δάσκαλος μού δίδαξε τη φιλομάθεια και με ενέπνευσε να σπουδάσω Φιλολογία. Εργάστηκα ως φιλόλογος για 28 χρόνια στη Μέση Εκπαίδευση. Κατά καιρούς με παρασύρει το γράψιμο και με κάνει να αισθάνομαι συγγραφέας. Έχω γράψει θεατρικά κείμενα, διηγήματα, μυθιστορηματικές βιογραφίες, ποιήματα, στίχους για τραγούδια κι έχω κάνει θεατρική προσαρμογή σε πολλά λογοτεχνικά κείμενα. Ασχολούμαι με την οργάνωση και την παραγωγή πολιτιστικών δραστηριοτήτων συνεργαζόμενη με σπουδαίους Έλληνες καλλιτέχνες. Η ζωή μου συνδέθηκε νωρίς με έναν ξεχωριστό δημιουργό και άνθρωπο, τον φιλόλογο-συνθέτη Σάκη Παπαδημητρίου κι ο μαγικός χορός της ζωής και της δημιουργίας συνεχίζεται μέσα από τις δυο μου κόρες.
2. Συστήστε μας το βιβλίο σας «Κάποτε στο Αίγιο».
Πρόκειται για 15 διηγήματα όπου με σκηνικό το Αίγιο του μεσοπολέμου και με φόντο την κοινωνικοοικονομική και πολιτική κατάσταση της εποχής, πλέκεται η ζωή των ηρώων, που είναι υπαρκτά πρόσωπα της πόλης με διαφορετικά φυσικά ονόματα. Κεντρικός άξονας όλων των διηγημάτων είναι η σταφίδα, η οποία καθορίζει και διαμορφώνει τη ζωή όλων. Οι ιστορίες κινούνται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μυθοπλασία. Θέλω όμως καλύτερα να σας συστήσω τους ήρωές μου: Η κυρά-Αντριάνα κι ο άντρας της, ο εργάτης της Χαρτοποιίας ο κυρ-Στράτος, που το μαράζι τους ήταν ο ξενιτεμός του παιδιού τους. Ο Φώτης ο όμορφος που για το χατίρι της Ζανέτας, της σαντέζας, παράτησε γυναίκα και παιδιά, ο Διαμαντής κολλημένος με το ποδόσφαιρο και ο Αντώνης με τα κορίτσια. Ο Πανάγος, ο λούστρος, με την Αφέντρα του, η κυρία Θεώνη, που μόνο για βεγγέρες νοιαζόταν και ο άντρας της ο Χαρίλαος που τις βαριόταν αφόρητα. Ο Βαγγέλης ο ρεμπέτης, που το μόνο που κουβάλησε από τα Προικονήσια ήταν το μπουζούκι και η φωτογραφία του Αη-Γιώργη. Ο Λευτέρης ο κουρέας, που δεν παντρεύτηκε ποτέ και τα βράδια πριν κοιμηθεί έκανε την προσευχή του στο εικόνισμα της μάνας του, η Σμαράγδα η σμυρνιά, που όταν μαγείρευε ανασταινόταν η γειτονιά κι ο Παρασκευάς της, η Ζωή που μέτραγε την ηλικία της με τα πριμαρόλια, αφού στις σταφιδαποθήκες μεγάλωσε και ήταν εικοσιέξι πριμαρολίων όταν η μοίρα τής χαμογέλασε πικρά, και η μικρή Χαρούλα που δε γνώριζε τίποτα για την ΕΠΟΝ, για τον Μεταξά και τα σχέδια που ετοίμαζαν οι μεγάλοι και ισχυροί. Το μόνο που την ένοιαζε ήταν μη γίνει πόλεμος και δεν πάει στην Τετάρτη Τάξη.
3. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσετε να γράφετε το βιβλίο σας;
Μια ανάγκη αυτοπροσδιορισμού θα έλεγα. Αναζήτησα εικόνες του χθες, που καθώς ζωντάνευαν μέσα από τον λόγο, μου αποκάλυπταν άγνωστες πτυχές της πόλης μου και των ανθρώπων της, πολύ σημαντικές για την κατανόηση της σημερινής πραγματικότητας. Η έρευνα σε αρχεία και εφημερίδες, η καταγραφή μαρτυριών, η μελέτη των πηγών, η συνάντηση με ανθρώπους, που έζησαν τότε και κυρίως τα οικογενειακά μου βιώματα και οι ιστορίες, που άκουγα από τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου, ήταν το μεγαλύτερο κέρδος αυτής της προσπάθειας, που κατέληξε σε αυτό το βιβλίο με τα δεκαπέντε διηγήματα. Μπορεί ο αρχικός στόχος μου να ήταν να περιγράψω τη ζωή των ανθρώπων σε μια πόλη κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, στην πραγματικότητα όμως ήταν η ανάγκη μου να μελετήσω, πέρα από κάθε ιστορική προσέγγιση, μια εποχή, που καθώς απομακρύνεται από το σήμερα ωραιοποιείται και φιλτράρεται τόσο πολύ από το πέρασμα του χρόνου, ώστε να απογυμνώνεται από στοιχεία πολύ σημαντικά, που την προσδιόριζαν.
4. Για ποιο λόγο να διαβάσουν οι αναγνώστες τo «Κάποτε στο Αίγιο»;
Γιατί θα γνωρίσουν καθημερινούς ανθρώπους που η ζωή τους άξιζε να γίνει ιστορία, καθώς η ιστορία κατά τη γνώμη μου γράφεται από απλούς ανθρώπους κι όχι απαραίτητα στα πεδία των μαχών.
5. Σε ποιους απευθύνεται το βιβλίο σας;
Σε οποιονδήποτε νομίζει ότι διαβάζοντας ένα βιβλίο ανοίγει μια χαραμάδα φως στο μυαλό του και στην ψυχή του.
6. Γιατί επιλέξατε τον τίτλο «Κάποτε στο Αίγιο»;
Είναι κυριολεκτικός ο τίτλος, ακριβής ως προς τον χρόνο και τον τόπο.
7. Ποιος/Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες ή ξένοι συγγραφείς; Έχουν επηρεάσει το έργο σας;
Δεν μπορώ να αναφέρω έναν. Μου αρέσουν πολλοί συγγραφείς και σύγχρονοι και κλασικοί. Και ξένοι και Έλληνες. Αγαπώ πολύ όμως τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη.
8. Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο;
Δεν μπορώ να απαντήσω. Δεν έχω αγαπημένα βιβλία. Κάθε φορά διαπραγματεύομαι εξ αρχής την αγάπη για το βιβλίο που διαβάζω εκείνη τη στιγμή. Και είτε το αγαπώ, είτε το ερωτεύομαι, είτε το μισώ. Αυτόν τον καιρό διάβασα τη «Μύτη» του Γκόγκολ και αναπτύχθηκε μεταξύ μας θα έλεγα … μια σχέση αγάπης.
9. Ποια είναι κατά τη γνωμη σας η θέση του βιβλίου στην εποχή μας;
Θα ήταν ιδεατό να υπήρχε σήμερα ένα αναγνωστικό κοινό που θα απορροφούσε όλη την πνευματική παραγωγή και να διάβαζε πολύ. Όμως δεν υπάρχει. Το βιβλίο σήμερα παλεύει πολύ με την ταχύτητα, την έλλειψη χρόνου, την ευκολία, τον πνευματικό και νοητικό κατακερματισμό. Παρόλα αυτά κάποιες φορές βγαίνει νικητής.
10. Σκέφτεστε να γράψετε κι άλλο βιβλίο στο μέλλον;
Ήδη ετοιμάζω το επόμενο βιβλίο μου το οποίο θα κυκλοφορήσει μέχρι τα Χριστούγεννα.