1. Πείτε μας λίγα λόγια για εσάς.
Είμαι πτυχιούχος του τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Στη συνέχεια έκανα τις μεταπτυχιακές σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης και τέλος έκανα τη διδακτορική διατριβή μου στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, στο τμήμα Μηχανικών, Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης. Έχω κάνει εισηγήσεις σε διάφορα διεθνή συνέδρια με θέματα που αφορούν τις χωρικές και εισοδηματικές ανισότητες, τη φτώχεια και το διεθνές εμπόριο και δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα επιστημονικά περιοδικά με ανάλογες θεματικές. Έχω διδάξει σε διάφορα τριτοβάθμια ιδρύματα της χώρας. Αυτήν την περίοδο εργάζομαι στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
2. Συστήστε μας την ποιητική σας συλλογή “Η επιστροφή του Οδυσσέα”.
Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή «Η επιστροφή του Οδυσσέα» προσπαθεί να αναδείξει τη σχέση του μύθου με την ιστορία. Δεν υπάρχει μύθος χωρίς εξιδανίκευση και δεν υπάρχει εξιδανίκευση χωρίς οντολογικό υπόβαθρο ως προς κάποια διαχρονική, βαθύτερη ουσία. Η μυθοποιητική διαδικασία είναι διαρκώς παρούσα. Στην ελληνική περίπτωση το βαθύτερο πρόβλημα είναι ότι αδυνατούμε να δημιουργήσουμε νέα ιστορικά γεγονότα γι’ αυτό κι έχουμε την τάση να γυρνάμε διαρκώς προς τα πίσω και να εξιδανικεύουμε το παρελθόν μας.
Επομένως, συνεχίζουμε να τρεφόμαστε από τη μυθοποιημένη αναπαράσταση του παρελθόντος, καθώς στη σύγχρονη εποχή δεν έχουμε κάτι άλλο να επιδείξουμε. Εξάλλου, ιστορικά, και η Ευρώπη μας προσέγγισε μέσα από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό αδιαφορώντας, σε κάποιο βαθμό, για τη σύγχρονη εκδοχή μας, γεγονός που περιέπλεξε τα πράγματα περισσότερο.
Στο επίπεδο της πολιτικής οι μύθοι γέννησαν κατά καιρούς «μεγάλες ιδέες» που οδήγησαν (όχι μόνον εμάς αλλά και άλλους λαούς) σε εθνικές καταστροφές. Επίσης, και οι ουτοπίες, ως προτάγματα για τη δημιουργία ενός ιδανικού κόσμου ενέχουν και αυτές μυθικά στοιχεία. Τέλος, η κυρίαρχη ιδεολογία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η προέκταση σε έναν κόσμο φανταστικό της μυθοποιημένης ουσίας του υποκειμένου, που έλεγε και ο Πουλαντζάς, έτσι ώστε να αποκρύπτεται η πραγματική θέση του υποκειμένου μέσα στο υπάρχον σύστημα.
Αυτό σημαίνει ότι ο υπαρκτός κόσμος ως κατάσταση αδικίας, έντονων ανισοτήτων και εκμετάλλευσης μετασχηματίζεται στο επίπεδο της ιδεολογίας για να αναπαράγεται και να νομιμοποιείται ως φυσική και αμετάθετη τάξη πραγμάτων. Τελικά, βλέπουμε ότι οι μύθοι είναι παντού και ας πιστεύουμε εσφαλμένα ότι έχουμε ξεμπερδέψει με αυτούς.
Η νεωτερικότητα παρά το γεγονός ότι έθεσε προγραμματικά ως ζητούμενο την απομάγευση του κόσμου, την κατάρρευση των μύθων και την καθολική χειραφέτηση, αναπαρήγαγε τη μυθοποιητική διαδικασία, καθώς η σχέση ανάμεσα στο «δέον και στο είναι» συνέχιζε να αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα.
Το βαθύτερο οντολογικό υπόβαθρο της ποίησης είναι αυτό της Ηρακλείτειας διαλεκτικής η οποία μπορεί και να απορρέει από τον μύθο για τη γέννηση του κόσμου με όρους ανελέητης διαπάλης και σύγκρουσης. Δεν πρόκειται για την τυπική διαλεκτική λογική αλλά για τη δυναμική διαλεκτική της φύσης και της κοινωνίας. Το «Είναι» εν τω γίγνεσθαι που έλεγε και ο Χέγκελ που πολιτικά σημαίνει ότι το αίτημα της ελευθερίας ως υπέρβαση της αναγκαιότητας πάντοτε θα δημιουργεί νέες ιδέες ή/και μύθους ως προς τον τρόπο της υπέρβασης. Τελικά σε κάθε ιστορικό παρόν οι δομικές αντιφάσεις του, οι αιματηρές συγκρούσεις, οι οδύνες και το δράμα του, θα μπολιάζουν και το αίτημα του «αλλιώς των πραγμάτων» είτε με όρους ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος είτε με όρους ενός εξιδανικευμένου μέλλοντος, ας πούμε στη βάση μιας Μαρξικής τελολογικής αντίληψης της ιστορίας.
Όλα αυτά λοιπόν είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα την επιστροφή του Οδυσσέα. Δεν ξέρω αν κατάφερα να τα αποδώσω με τρόπο ποιητικό. Αλλά ακόμη και εάν δεν το πέτυχα με τρόπο ολοκληρωμένο τουλάχιστον απέμεινε η περιπέτεια και το ταξίδι της σκέψης. Τελικά, όλοι μας είμαστε ποιητές, με έναν τρόπο διαφορετικό, με την έννοια ότι όταν γράφουμε ποίηση δεν είναι γιατί πιστεύουμε ότι είμαστε ποιητές αλλά γιατί αποτελεί αφορμή για μια βαθύτερη σκέψη, με έναν τρόπο συμπυκνωμένο και ολιστικό και επομένως γόνιμο και δημιουργικό.
3. Ποιο ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσετε να γράφετε τα ποιήματα της συλλογής αυτής;
Το έναυσμα ήταν η διάψευση και η κατάρρευση των μεγάλων οραμάτων για μια διαφορετική τάξη πραγμάτων. Αυτοί οι μεγάλοι ιστορικοί κύκλοι, ο ρόλος των ουτοπιών, και το αίτημα για το «αλλιώς» που παραμένει αδικαίωτο. Γι’ αυτό άλλωστε το πρώτο ποίημα έχει τίτλο «Αυτή η Ιστορία». Κατά κάποιο τρόπο η κάθε γενιά σηκώνει το βάρος και της προηγούμενης γενιάς. Γι’ αυτό και οι νεκροί μας δεν λένε να πεθάνουν. Μας στοιχειώνουν γυρεύοντας την τελική δικαίωση.
4. Ποιο ποίημα της συλλογής θα ξεχωρίζατε και γιατί;
Θα στεκόμουν στο ποίημα «Οι άλλες ώρες» ως η διαλεκτική ανάμεσα στην αναπαραγωγή μιας συγκεκριμένης τάξης πραγμάτων, όπου ο χρόνος είναι συμβατικός και ο συντηρητισμός/ κομφορμισμός κυριαρχεί ως πρακτική, και στην ωρίμανση του ιστορικού χρόνου που όταν συμπυκνώνεται τα υποκείμενα παράγουν ιστορικά γεγονότα ενσωματώνοντας και το αίτημα για μια άλλη τάξη πραγμάτων. Αυτό το «αλλιώς των πραγμάτων», ανεξάρτητα απ’ το βαθμό μυθοποίησης και εξιδανίκευσης, ριζοσπαστικοποιεί και κινητοποιεί τα υποκείμενα προς μια διαφορετική κατεύθυνση.
Βέβαια, η ροπή στον συντηρητισμό είναι γενικά μεγαλύτερη πράγμα που σημαίνει ότι οι στιγμές της αυτοσυνειδησίας, της χειραφέτησης και της δράσης δεν έχουν ιστορική διάρκεια, καθώς μετά από κάθε διάψευση και ματαίωση τα συλλογικά υποκείμενα αποσύρονται από το προσκήνιο και σιωπούν. Η «μεταμοντέρνα» εποχή μας, ως άρνηση της νεωτερικότητας, είναι κατά κάποιο τρόπο σκοτεινή και παράξενη, καθώς αντανακλά αυτήν τη συλλογική αδράνεια και σιωπή.
Εποχή της σιωπηλής μουσικής και της ηχηρής μοναξιάς που κάτι ακούγεται εδώ, κάτι ακούγεται εκεί, που μας παίρνει και μας πάει και δεν μας βγάζει πουθενά, που πολύ εύστοχα λέει ο Δήμος Μούτσης σ’ ένα ωραίο τραγούδι του με τίτλο «Γουώκμαν». Τι να κάνουμε; Το σίγουρο είναι ότι κάθε γενιά βρίσκεται σε κάποιο σημείο του ιστορικού κύκλου χωρίς να το συνειδητοποιεί απόλυτα. Τα ζητήματα που θέτει συναρτώνται, μεταξύ άλλων, από το εύρος και το βάθος των αντίστοιχων πνευματικών διεργασιών.
5. Σε ποιους αναγνώστες απευθύνεται “Η επιστροφή του Οδυσσέα”;
Σε κάθε αναγνώστη που τον ενδιαφέρει η ποίηση στο βαθμό που μπορεί να βρει κάποια τουλάχιστον ποιήματα που να είναι εγγύτερα στη δική του αισθητική και στον δικό του προβληματισμό.
6. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο;
Ο τίτλος είναι συμβολικός. Χρησιμοποιώ το μύθο του Οδυσσέα ως αλληγορία για τους μύθους εν γένει. Το παρόν ως συμπύκνωση συγκρούσεων και αντιθέσεων, ως δράμα και οδύνη, με τη συμβολική χρήση της Τροίας και της Ελένης, με την επιστροφή, συμβολικά και φαντασιακά, ως υπέρβαση του παρόντος. Βέβαια, η επιστροφή αφορά το «μετά» του παρόντος το οποίο ταυτίζεται με το «πριν», όπως στον κύκλο όπου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν, κάτι ως εφήμερη άρση της τραγικής χρονικότητας. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ταξίδι στο μύθο και στην ιστορία με αναφορές στη διαλεκτική των πραγμάτων, στις συγκρούσεις, στις ουτοπίες και στο ρόλο των ιδεολογιών. Σε όλα αυτά υπάρχει και ο έρωτας, ο μονόλογος της αλλοιωμένης, ψυχικά και ερωτικά, Πηνελόπης, ο έρωτας του Αχιλλέα για τη Βρισηίδα γιατί, απλά, οι άνθρωποι έχουν πάθη και ένστικτα ερωτικά. Ο έρωτας, άλλωστε, υπάρχει ως αντιστάθμιση του θανάτου. Ο έρωτας ταυτίζεται με τη ζωή και στη σμίξη των σωμάτων η ίδια η φύση συγκατανεύει.
7. Ποιος/Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας Έλληνες ή ξένοι συγγραφείς/ποιητές; Έχουν επηρεάσει το έργο σας;
Αγαπημένοι ποιητές είναι ο Γιάννης Ρίτσος, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Διονύσιος Σολωμός, ο Άγγελος Σικελιανός και ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Τελευταία ο αξιόλογος φίλος και συγγραφέας Διονύσης Τραμπαδώρος μου έστειλε μια σπάνια ποιητική συλλογή του Θεόδωρου Ντόρρου που πέθανε στο Παρίσι τη δεκαετία του ‘50. Είναι εκπληκτικός ο τρόπος που γράφει, με ένα ύφος λιτό κι απέριττο και ταυτόχρονα τόσο καίριο και ουσιαστικό.
8. Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο;
Ο Μικρός Ναυτίλος του Οδυσσέα Ελύτη γιατί ακριβώς αφορά το ταξίδι κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Μεταξύ άλλων ο Ελύτης επικαλείται τον στίχο του Κάλβου «Και με φως και με θάνατον» με μια διαφορετική σημασία για να τονίσει τη διαλεκτική αντίφαση μεταξύ της φωτεινής σκέψης (φιλοσοφικής και ποιητικής) και της μαύρης πολιτικής αθλιότητας.
9. Ποιος είναι κατα τη γνώμη σας ο ρόλος της ποίησης στην εποχή μας;
Ο ρόλος της ποίησης είναι εξαιρετικά δύσκολος. Ζούμε στην εποχή της τεχνο-επιστήμης η οποία εκτοπίζει τις διάφορες μορφές τέχνης. Μέσα σε αυτόν τον κόσμο της τεχνολογίας, της πληροφορίας, των εικόνων, των ροών και των πολλαπλών αφηγήσεων υπάρχει κάπου και η ποίηση με το λύχνο της. Η ποιητική αλήθεια αναδεικνύει το βαθύτερο νόημα των πραγμάτων και των γεγονότων. Ο χρόνος της ποίησης είναι χρόνος μακράς διάρκειας δεν ταυτίζεται με τον χρόνο των γεγονότων. Τα υπερβαίνει για να τα αφομοιώσει και να αναδείξει τη βαθύτερη ουσία τους. Στην εποχή μας υπάρχουν πολλοί ποιητές με διαφορετικό ύφος γραφής. Το σίγουρο είναι ότι η ανάγκη για έκφραση παραμένει όπως και η ανάγκη να ειπωθεί κάτι καίριο και ουσιαστικό.
10. Σκέφτεστε να γράψετε κι άλλη ποιητική συλλογή στο μέλλον;
Γράφω κάποια ποιήματα, αλλά η διαδικασία είναι αργόσυρτη γιατί το κούρδισμα των λέξεων, των εννοιών και των νοημάτων είναι υπόθεση σύνθετη προκειμένου να πετύχω ένα κάποιο ποιητικό αποτέλεσμα. Κλείνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω την εικαστικό Έλενα Λεώνη για το εξώφυλλο με τίτλο «ματωμένα σπαρτά» το οποίο συμπυκνώνει και αποδίδει με τρόπο καίριο την κεντρική ιδέα της ποιητικής συλλογής, όπως και εσάς προσωπικά για τη στήριξη, την υπομονή και την έξοχη επιμέλεια.