
Evan Parker – Paul Lytton: νέα από το μέτωπο του αυτοσχεδιασμού
Καθώς η δεκαετία του ’60 προχωρούσε, η πρόοδος των επικοινωνιών και της τεχνολογίας καθιστούσε, πλέον, εκτός από επιθυμητή και εφικτή την επαφή των μουσικών κόσμων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Τα όσα θαυμαστά συνέβαιναν στο χώρο της τζαζ στις Η.Π.Α. και το συνεχές και ριζοσπαστικά διευρυνόμενο σύμπαν αυτής της μουσικής των αφροαμερικανών, ήταν πλέον αντικείμενο θαυμασμού, αλλά και παρατήρησης και στην Ευρώπη. Παράλληλα και ταυτόχρονα μια σειρά από πολύ σπουδαίους αφροαμερικάνους μουσικούς έβρισκε καταφύγιο, ευκαιρίες και ευήκοα ώτα στις ευρωπαϊκές πόλεις του Δυτικού κόσμου. Η διάδραση ήταν σαφής και λάμβανε χώρα σε όλα τα επίπεδα.
Ο τρόπος με τον οποίο μετουσίωσαν τους ήχους των αφροαμερικάνων της free jazz και του αυτοσχεδιασμού οι ευρωπαίοι συνάδελφοι τους, ήταν σε πολλά σημεία διαφορετικός. Η ευρωπαϊκή προσέγγιση σε αυτούς τους ριζοσπαστικούς ήχους εμπεριείχε περισσότερο το στοιχείο της διανόησης, της σκέψης πριν τη δράση. Δεν το είχε αφορίσει φυσικά, αλλά το κομμάτι της έκστασης και της απογείωσης έπαιζε μικρότερο ρόλο για αυτούς. Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσουμε, πως ο πυρήνας παρέμενε ίδιος. Πλήρης αμφισβήτηση των υπαρχόντων καλλιτεχνικών δεδομένων, χιούμορ και πάθος την ίδια στιγμή, μια αισθητική όσο και δημιουργική πρόταση τελείως διαφορετική από τα έως τότε καθιερωμένα. Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού οι καλλιτέχνες μοιράζονταν την ίδια επείγουσα ανάγκη να εκφραστούν. Μια ανάγκη η οποία δεν ήταν απομακρυσμένη από τις νέες λογικές και προοπτικές που έφερνε η, επικίνδυνη για το υπάρχον κατεστημένο, αντικουλτούρα των 60’s. Συμπορευόταν πολύ συχνά.
Άλλο ένα κοινό που μοιράζονταν οι μουσικοί της εποχής ήταν η οικονομική τους ένδεια. Όσο και αν η, πάντα μεταγενέστερη, μυθοποίηση ανθρώπων και καταστάσεων τείνει να αμβλύνει τις δυσκολίες των καταστάσεων, οι μουσικοί της εποχής που πειραματίζονταν, δοκίμαζαν το πικρό ποτήρι της κατηγοριοποίησης τους ως «μη-μουσικοί» και της αγωνιώδους αναζήτησης χώρων και ευκαιριών να δείξουν τι παράγουν και συνάμα να ζήσουν από αυτό. Καθώς μουσικοί όπως ο Evan Parker και ο Paul Lytton άρχισαν να συνεργάζονται, η προαναφερόμενη καθολική έλλειψη πίστης σε ότι έκαναν από τη μουσική βιομηχανία (ακόμη και στις περισσότερο «εναλλακτικές» εκδοχές της), οδήγησαν μικρές ομάδες μουσικών να ιδρύσουν τις πρώτες, εντελώς ανεξάρτητες, μικρές εταιρίες.
Έχοντας ως καθοριστικό παράδειγμα μικρά labels όπως η θρυλική Esp-Disk, σε Αγγλία, Δυτική Γερμανία και Ολλανδία ιδρύονται οι Incus, FMP και Instant Composers Pool (ICP) αντίστοιχα. Αυτές οι τρεις, ακολουθούμενες σύντομα στην πορεία και από άλλες, έθεσαν τα κριτήρια (ηχητικά, αισθητικά, ακόμη και οικονομικά) και αποτέλεσαν το φιλόξενο σπίτι μερικών δεκάδων ηχογραφήσεων που πλέον θεωρούνται σημαντικές για την μεταπολεμική πειραματική μουσική. Αυτό που υπήρχε (ως διατρανωμένη βούληση, ως υπόσχεση και ως αγωνιώδης βούληση) πίσω απ’ όλα αυτά τα ονόματα, ήταν το ίδιο που εγκόλπωσαν οι άκρως πειραματικές ηχογραφήσεις του ντουέτου Parker-Lytton. Μια συνεχής αμφισβήτηση των υπαρχόντων μουσικών προοπτικών, μια παιχνιδιάρικη αίσθηση και αντιμετώπιση του πειραματισμού, κατάργηση κάθε σύμβασης στο τι μπορεί να παράξει (αλλά και να πράξει) ένα όργανο και τι είναι επιθυμητό και εφικτό. Μια αφίσα του 1971 από την FMP για το τρίο των Peter Brotzmann, Fred Van Hove και Han Bennink μιλούσε για free actions. Οι συνδέσεις με τις fluxus λογικές και την ανατρεπτικότητα του dada, πιστεύω, είναι σαφέστατες αλλά δεν αποτελούν το αντικείμενο αυτού του κειμένου…
Ακολουθώντας περισσότερο αυτό το δίδυμο μουσικών και τις κοινές τους ηχογραφήσεις από το 1971 ως το 1976, μπορούμε να πάρουμε μια πολύ καλή εικόνα του τι συνέβαινε τότε. Χρησιμοποιώντας μια πληθώρα ηχητικών πηγών και όχι μόνο ένα σχετικά στερεοτυπικό δίδυμο σαξόφωνο (πνευστό) και ντραμς, οι μουσικές που παράγουν διατρέχουν ολόκληρο το φάσμα των πρωτοποριακών μουσικών του μεταπολεμικού δυτικού κόσμου. Τζαζ, musique concrete, ηλεκτρονικοί ήχοι, άρρυθμες μελωδίες, εκτεταμένες σόλο προσπάθειες σε διάφορα κρουστά και πνευστά. Όλα τα προηγούμενα δημιουργούν ένα ηχητικό αποτέλεσμα απόλυτης ελευθερίας τόσο ηχητικά όσο και αισθητικά.
Παράλληλα όλοι αυτοί (και κάποιες πολύ λίγες γυναίκες δυστυχώς) δημιούργησαν ένα πολύ ισχυρό δίκτυο ανθρώπων και συνεργασιών. Ανέπτυξαν κοινωνικές σχέσεις και κάποιου τύπου συλλογικές διαδικασίες, οι οποίες τους έδωσαν τη δυνατότητα να δυναμώσουν το μήνυμα που ήθελαν να στείλουν στον έξω κόσμο. Ταυτόχρονα και μαζί, φυσικά, με τα όσα καταπληκτικά παρήγαγαν, συνεργάζονταν και με έναν ευρύτερο κύκλο μουσικών δημιουργώντας έναν, κατά κάποιο τρόπο δεύτερο ομόκεντρο κύκλο συνεργασιών που όμως εμφορούνταν από τις ίδιες λογικές. Χαρακτηριστικό του προηγούμενου οι ηχογραφήσεις στην Incus ενός διευρυμένου rotation μουσικών κάτω από το απλοϊκό όσο και απόλυτα δηλωτικό όνομα Company. Αυτές οι συχνά ζωντανές βραδιές αποτελούσαν ότι ακριβώς δεν αποδέχονταν οι «σοβαρές» δισκογραφικές για τα προϊόντα τους: μεταβαλλόμενα line-ups αποτελούμενα από μουσικούς που αποφάσιζαν στη στιγμή τι θα παρουσιάσουν πολύ συχνά όχι όλοι μαζί αλλά κατά ομάδες. Δεν υπήρχε τίποτα προαποφασισμένο σε όλο αυτό, τίποτα που να μπορεί να μπει σε κουτάκι και να ταμπελιαστεί, έστω, ως διαφορετικό για να πουληθεί.
Το στοιχείο της φιλίας, των διαπροσωπικών ανθρώπινων σχέσεων, αποτελούσε μια κρίσιμη παράμετρο. Ο Parker με τον Lytton ήταν στενοί φίλοι, ενώ στο ιστορικό ντουέτο Face To Face από τους (επίσης με μεταβαλλόμενο ρόστερ ανθρώπων) Spontaneous Music Ensemble, o John Stevens έγραφε για το πως ηχογράφησαν με τον κολλητό του φίλο Trevor Watts: κάθισαν απέναντι ο ένας στον άλλο και κατέγραψαν τις μουσικές προεκτάσεις μια συνομιλίας φίλων που μπορεί να οδηγήσει σε διαφωνίες, συμφωνίες, συρράξεις, γέλια, θυμούς, οτιδήποτε. Όλο αυτό είχε πολύ πλάκα, ήταν ιδιαίτερα αυθόρμητο (όχι χύμα όμως) και συνάμα αρκετά επιθετικό και αντιθετικό στην ευπώλητη σοβαροφάνεια της αβάντ γκαρντ των εταιριών.
Στην Ευρώπη των πετρελαϊκών κρίσεων, την εποχή του οι Parker και Lytton ηχογραφούσαν τα ντουέτα τους, οι καλλιτέχνες για πρώτη φορά μεταπολεμικά αντιμετώπιζαν ότι και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Οι εποχές της αφθονίας είχαν περάσει, οι κεϋνσιανές κοινωνικές πολιτικές έχαναν πολύ έδαφος. Όντας και αυτοί μέρος των χαμηλότερων οικονομικά τάξεων στην πλειοψηφία τους, μαζί με τα πρακτικά ζητήματα της καθημερινής επιβίωσης, αντιμετώπιζαν και κάποια άλλα εξίσου σημαντικά. Δεν ήταν στοιχειωδώς αποδεκτοί, δεν έβρισκαν τρόπους να μπορούν να ζουν απ’ ότι έκαναν, συχνά δεν λειτουργούσαν αμιγώς επαγγελματικά. Πολύ εύκολα βρίσκονταν στο καλλιτεχνικό περιθώριο και καθώς οι χώροι για να παρουσιάσουν τις δουλειές τους όλο και λιγόστευαν, ότι είχαν στο μυαλό τους πολύ εύκολα μπορούσε να παραμείνει μόνο εκεί διαθέσιμο σε ελάχιστους.
Και όμως. Ευτυχώς για όλους όσους (και δεν ήταν πολλοί και πολλές ) άκουγαν τότε αλλά και για όλους εμάς στη συνέχεια, μουσικοί όπως ο Evan Parker, o Paul Lytton και κάμποσοι ακόμη συνέχισαν με το πάθος του ζηλωτή. Οι μουσικές που παρήγαγαν (ιδιαίτερα από τα τέλη των 60’s ως τις αρχές των 80’s) πήραν τη μορφή ενός επείγοντος μηνύματος μέσα σε ένα μπουκάλι, ποτισμένες με τις αγωνίες της καθημερινής επιβίωσης. Ήταν οι φωνές από το μέτωπο μιας καλλιτεχνικής έκφρασης, μιας αγωνιώδους προσωπικής έκφρασης που ευτυχώς ελάχιστα επηρεάζεται από κάθε είδους εμπόδια. Όπως, ευρύτερα, κάθε σημαντική αλλαγή.
Φ.Ν.
- On 14 Μαΐου, 2019
- 0 Comment