“Επιπρόσθετη Εικονογράφηση”: Tο χόμπι του 18ου αιώνα που δημιουργούσε βιβλία προγόνους της… “wikipedia”.
Είναι γεγονός πως στις μέρες μας η εμπειρία της ανάγνωσης είναι πολύ διαφορετική από ότι παλαιότερα. Οι νέες τεχνολογίες και η επικράτηση του λεγόμενου Web 2.0 με την εμφάνιση των social media έχουν καταστήσει όλο και συχνότερη την ηλεκτρονική ανάγνωση, όπου υπερσύνδεσμοι, διαρκείς παραπομπές και σχόλια αναγνωστών έχουν μετατρέψει το διαβάσμα από μια γραμμική διαδικασία σε μια πολυεπίπεδη δραστηριότητα, με έντονη αλληλεπίδραση και διαδραση ανάμεσα στον αναγνώστη και τον «συγγραφέα» του κειμένου. Είναι όμως αυτό το φαινόμενο, πράγματι καινούριο;
Σύμφωνα με την Gabrielle Dean, επιμελήτρια σπάνιων βιβλίων και χειρογράφων, αυτή η μεταστροφή στην εμπειρία της ανάγνωσης δεν είναι κάτι νέο, αλλά έχει τις ρίζες της στα τέλη του 18ου αιώνα, σε ένα χόμπι που άνθισε μέσα στον κύκλο των βιβλιόφιλων και των συλλεκτών, αρχικά της Βρετανίας και της Αμερικής μετέπειτα.
Ο όρος «επιπρόσθετη εικονογράφηση» (αγγλ. extra-illustration) χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει αυτήν τη νέα ενασχόληση των αναγνωστών της εποχής εκείνης, η οποία ανέδειξε για πρώτη φορά με χειροπιαστό τρόπο την αλληλεπίδραση ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη. Η ιδέα ήταν απλή: χρησιμοποιώντας έντυπα βιβλία ως βάση ο αναγνώστης επικολλούσε στις σελίδες αποκόμματα, εικόνες και άλλα έγγραφα που θεωρούσε σχετικά, δημιουργώντας έτσι ένα νέο βιβλίο γεμάτο πληροφορίες άμεσα συνδεδεμένες με το υπάρχον περιεχόμενο του βιβλίου.
Όλα ξεκίνησαν μετά από το 1769, όταν ο ερασιτέχτης ιστορικός James Granger εξέδωσε το βιβλίο «Biographical History of England» το οποίο απευθυνόταν σε συλλέκτες εντύπων (επίσης νέα τάση της εποχής) που ήθελαν να μάθουν περισσότερα για τη ζωή όσων απεικονίζονταν στα χαρακτικά πορτρέτα που συνέλεγαν. Επομένως, στο βιβλίο παρουσιάζονταν ιεραρχικά -ανα κοινωνική τάξη- βιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων της Βρετανίας, οι οποίες συνοδευόνταν από σελίδες με τα πορτρέτα αυτών (χαρακτικά της εποχής) και από λευκές σελίδες έτσι ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να κρατούν σημειώσεις που παρέπεμπαν στις δικές τους συλλογές. Πολύ σύντομα όμως, οι συλλέκτες αντί απλώς να σημειώνουν τις παραπομπές που αφορούσαν στις δικές τους συλλογές, άρχισαν να προσθέτουν στο βιβλίο τις ίδιες τις συλλογές τους από τα πορτρέτα των ιστορικών προσώπων. Έτσι έγιναν οι πρώτοι που εφάρμοσαν την πρακτική της επιπρόσθετης εικονογράφησης έχοντας ως βάση το βιβλίο του Granger.
Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε όλο και σε μεγαλύτερο βαθμό στις αρχές του 19ου αιώνα και μετά το 1880 άρχισε να συναντάται και με τον όρο «Grangerization», σχεδόν εκατό χρόνια μετά τον θάνατο του James Granger, παρ’ όλο που ο ίδιος ποτέ δεν είχε κάνει “επιπρόσθετη εικονογράφηση”. Οι αναγνώστες έστρεψαν το ενδιαφέρον τους και σε άλλα βιβλία κυρίως ιστορικά και λογοτεχνικά, με τα βιβλία του Shakespeare να βρίσκονται στις κορυφαίες επιλογές τους. Πλέον δεν προσέθεταν απλά πορτρέτα, αλλά και άλλα συλλεκτικά και αναμνηστικά έντυπα ή χειρόγραφα, τα οποία πολλές φορές αποσπούσαν από άλλα βιβλία. Δημιουργούσαν με αυτόν τον τρόπο ένα νέο βιβλίο, ή καλύτερα ένα «εμπλουτισμένο» βιβλίο που με αυτή την επιπρόσθετη εικονογράφηση αποκτούσε νέα επίπεδα ανάγνωσης και επαφής με τον εξωτερικό κόσμο. Ακόμα και ως φυσικό αντικείμενο, πολλές φορές αυξανόταν και σε όγκο καθώς οι χομπίστες προσέθεταν νέες σελίδες στο αρχικό. Σε ακραίες περιπτώσεις βιβλίο του ενός τόμου κατέληγε να αποτελείται από δώδεκα!!!
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα «επιπρόσθετης εικονογράφησης» είναι η επέκταση ενός αντίτυπου του 1828 της βιογραφίας του Λόρδου Βύρωνα από έναν τόμο σε πέντε. Ο συλλέκτης που το έκανε αυτό, ξαναέδεσε το βιβλίο αφού προσέθεσε 184 εικόνες και 14 γράμματα και αυτόγραφες σημειώσεις. Άλλος συλλέκτης το 1872 μια τρίτομη βιογραφία του Κάρολου Ντίκενς την μετέτρεψε σε εννιά ογκώδεις τόμους. Οι προσθήκες περιελάμβαναν αφίσες από θεατρικές παραστάσεις με σκηνές από τον Ντίκενς και πορτρέτα ηθοποιών, εικόνες από έγχρωμες εκδόσεις των βιβλίων του Ντίκενς, άρθρα από εφημερίδες, έντυπες διαφημίσεις κ.α. που σε συνδυασμό με τον αρχικό κείμενο κατέληγαν σε ένα αρκετά επιμελημένο και εκλεπτυσμένο αποτέλεσμα.
Σε ένα άλλο παράδειγμα η «επιπρόσθετη εικονογράφηση» κατέληξε να κάνει αφιέρωμα στην ιστορία του ίδιου του βιβλίου κι αυτή ήταν η περίπτωση ενός αντιτύπου του Gil Blas, μιας γαλλικής νουβέλας που είχε τυπωθεί το 1809. Όπως φαίνεται και από το έντυπο υλικό που είχε προστεθεί στο αντίτυπο, η «επιπροσθετή εικονογράφησή» του διήρκησε αρκετές δεκαετίες με αποτέλεσμα να περιλαμβάνει στοιχεία από προηγούμενες και μεταγενέστερες εκδόσεις του βιβλίου επεκτείνοντάς το από τέσσερις τόμους σε οχτώ τόμους.
Αν και τα βιβλία στη νέα τους μορφή αποκτούσαν σημαντική εκπαιδευτική αξία, όσον αφορά την αισθητική τους αξία, ήδη από την αρχή οι φίλοι αυτού του νέου χόμπι έπρεπε να «αμυνθούν» απέναντι στις αυστηρές κριτικες που δέχονταν. Κάποιοι επικριτές ανέφεραν πως αυτή η διαδικασία κατέστρεφε ωραία βιβλία και δημιουργούσε νέες κακές εκδοχές τους. Το γεγονός πως πολλές σελίδες αφαιρούνταν από βιβλία για να επικολληθούν σε άλλα τους είχε εξαγριώσει σε βαθμό που κάποιος χαρακτήρισε το χόμπι ως μια «τερατώδη πρακτική αχόρταγων συλλεκτών βιβλίων».
Όπως γράφει η Gabrielle Dean στο άρθρο της «Every Man His Own Publisher”Extra-Illustration and the Dream of the Universal Library», αυτό που κατα βάθος ενίσχυε την πρακτικη της επιπρόσθετης εικονογράφησης , ήταν η διαχρονική επιθυμία για την δημιουργία μιας «καθολικής βιβλιοθήκης», η οποία θα περιελάμβανε όλη την υπάρχουσα πληροφορία, σε κάθε διαθέσιμη μορφή. Αυτό το μάλλον «ουτοπικό» όνειρο έχει εμπνεύσει κατά καιρούς μεγαλες βιβλιοθήκες και έχει αποτελέσει το κίνητρο για πολλά αντίστοιχα πρότζεκτ και βάσεις δεδομένων, όπως είναι η Wikipedia.
Το βιβλίο ποτέ δεν ήταν ένα στατικό αντικείμενο, ωστόσο φαίνεται πως ήδη από τον 18ο αιώνα τα όρια ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη είχαν αρχίσει να γίνονται εμφανώς πιο ρευστά. Ο αναγνώστης μέσα από το αυτό χόμπι έθετε τον εαυτό του σε μια νέα θέση, αυτή του συνεργάτη του συγγραφέα και κατα κάποιον τρόπο γινόταν εκδότης του εαυτού του. Σε κάθε περίπτωση, αυτο το ιδιαίτερο χόμπι μάς δείχνει πως πολλά πράγματα που θεωρούμε πως έχουμε «εφεύρει» τον 21ο αιώνα δεν είναι εν τέλει και τόσο πρωτόγνωρα ως εμπειρία στον κόσμο του βιβλίου, της ανάγνωσης και της πληροφορίας.
Α.Π.
Πηγές:
- Dean, G. (2013). “Every Man His Own Publisher”: Extra-Illustration and the Dream of the Universal Library. Textual Cultures,8(1), 57-71. doi:10.2979/textcult.8.1.57
- https://daily.jstor.org/grangerization-made-beautiful-books-even-better/
- https://folgerpedia.folger.edu/Extending_the_Book:_the_Art_of_Extra-Illustration
- https://www.huntington.org/exhibitions/illuminated-palaces
- On 26 Απριλίου, 2020
- 7 Comments
7 Comments